{ * - Προκαταρκτική επεξηγηματική σημείωση - 19/4/2013:
Το κείμενο αυτής της ανάρτησης γράφτηκε την Πέμπτη 14 του Μάρτη του 2013, δηλ. πριν αρχίσει το μεγάλο πατατράκ με την οικονομία μας και τα “κουρέματα” και τα “ξιουρίσματα”, αλλά ήταν γραφτό του έκτοτε να παραμείνει στο αρχείο ΜΟΥ. Τώρα που εκάμαμεν αθκειάσην από άλλα τινά, τα πολιτικά, τα οικονομικά, τα κοινωνικά και τις δολοφονικές επιθέσεις εναντίον μεταναστών, προχωρούμε στη δημοσίευση του}…
****************************
Προλογικά
Από τα τέλη περίπου του Γενάρη [του τρέχοντος έτους] μέχρι τις αρχές του Μάρτη [δηλ. πρόσφατα] προσφερόταν [με το ανάλογο αντίτιμο φυσικά] μαζί με την κυριακάτικη έκδοση της αθηναϊκής εφημερίδας “Το Βήμα” κι ένα βιβλίο για την ελληνική γλώσσα. [Κι όπως τα έχω εδώ μαζεμένα τούτα είναι συνολικά 8!]…
Είναι όλα αρκετά ενδιαφέροντα βιβλία κι έχω την άποψη ότι αποτελούν σημαντικά βοηθήματα για όσους αγαπούν, μελετούν και γενικώς ασχολούνται με την ελληνική γλώσσα και ίσως γράφουν κιόλας σ’ αυτήν.
Ένα απ’ αυτά τα βιβλία είχε τίτλο “Λέξεις που χάνονται – 366 λέξεις, η ερμηνεία και η ιστορία τους” και συγγραφέας του είναι ο Νίκος Σαραντάκος. «Τούτος» έχει και δικό του blog, το “Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία” , που ασχολείται με θέματα [ελληνικής] γλώσσας… [Με το «χάνονται» ο συγγραφέας εννοεί ότι τις λέξεις αυτές δεν τις βρίσκεις στα μεγάλα ελληνικά λεξικά όπως αυτό τού Μπαμπινιώτη]…
Άλλα ενδιαφέροντα βιβλία της σειράς αυτής [που πρόσφερε το “Βήμα”] και που ονομάζεται “Μικρή χρηστική βιβλιοθήκη για τη γλώσσα” ήταν,
- το “Εγχειρίδιο της ορθής γραφής”,
- οι “Νεοελληνικές φράσεις”,
- οι “Αρχαίες, βυζαντινές και λόγιες φράσεις στη Νέα Ελληνική”, και
- το “Η στίξη στον γραπτό λόγο”…
- το “Εγχειρίδιο της ορθής γραφής”,
- οι “Νεοελληνικές φράσεις”,
- οι “Αρχαίες, βυζαντινές και λόγιες φράσεις στη Νέα Ελληνική”, και
- το “Η στίξη στον γραπτό λόγο”…
{Εδώ θα κάνω μια παρένθεση για να αναφερθώ έστω κι ακροθιγώς σε δύο άλλα πολύ ενδιαφέροντα βιβλία για τη γλώσσα που κυκλοφόρησαν στην Κύπρο μόλις πριν 2-3 μήνες. Είναι τα βιβλία του κύπριου γλωσσολόγου Γεώργιου Β. Γεωργίου, ένα μικρότερο [το “ΟΡΘΟ-ΓΡΑΦΙΕΣ – Σημειώματα γύρω από τη γλωσσική χρήση”] κι ένα πολύ μεγαλύτερο [το “Ελληνική γλώσσα και κοινωνία”].
Επίσης να αναφέρω ότι τελευταία έχω προσέξει στον Τύπο [νομίζω στον “Πολίτη”] 2-3 επιστολές για θέματα γλωσσολογίας που αναδεικνύουν κάποιες αντιπαραθέσεις και διχογνωμίες [και ίσως και αντιπαραθέσεις] μέσα στον ακαδημαϊκό κόσμο για γλωσσολογικά θέματα}…
Κι επανέρχομαι στο βιβλίο του Σαραντάκου… Φυλλομετρώντας το, παρατήρησα ότι ανάμεσα στις «366 λέξεις που χάνονται» [και που ο συγγραφέας σταχυολόγησε] υπάρχουν και αρκετές λέξεις της κυπριακής διαλέκτου, οι οποίες χρησιμοποιούνταν/χρησιμοποιούνται και στην Ελλάδα και κυρίως στην Κρήτη. Τούτες είναι κοντά 50(!), [όπως τις μέτρησα], αλλά ο κύριος Σαραντάκος δεν επισημαίνει για όλες ότι είναι της κυπριακής διαλέκτου – μόνο για περίπου τις μισές απ’ αυτές κάμνει τέτοιες αναφορές.
Πιο κάτω θα παραθέσω κυρίως για λόγους καταγραφής, αλλά και για γενικότερη πληροφόρηση, ενημέρωση και γνώση μερικές απ’ αυτές, [βασικά εκείνες που γνωρίζω], με τις ανάλογες επεξηγήσεις…
Πάμε, λοιπόν…
****************************
Λέξεις που και ο ίδιος ο συγγραφέας [ορθά] σημειώνει (και) ως κυπριακές
Θα παραθέσω πιο κάτω μερικές λέξεις της κυπριακής διαλέκτου που τις αναφέρει και ο Σαραντάκος χωρίς όμως να τις επεξηγώ. Αν έχετε απορίες μπορούμε να τις λύσουμε…
1. «αγγρίζω»
2. «αθάσι»
3. καράριν
4. «καύκα»
5. «κκερχανές»
6. «λιμπά»
7. «μαξούλιν
8. «μουχτάρης»
9. «μούχτιν»
10. «οκέλλα»
11. «παττίχα»
12. «πλίκος»
13. «ρεσσπέρης»
14. «ταλάριν
15. «τσιηφτές»
16. «τζιαμούζα»
17. «τσαέρα»
18. «χαζίριν»
Αν υπάρχουν απορίες για τη σημασία κάποιων λέξεων, μην διστάσετε να τις υποβάλετε...
**************************
Λέξεις κυπριακές, αλλά που δεν σημειώνονται (και) ως τέτοιες [δηλ. της κυπριακής διαλέκτου] από τον συγγραφέα
1. «αποταυρίζομαι» [=τεντώνομαι] - στα κυπριακά «ποταυρίζομαι» [τεντώνω το χέρι ή το πόδι για να φτάσω κάτι
2. «άρατος» [=άφαντος] – και στα κυπριακά το ίδιο: «άρατος» [=άφαντος]
3. «γιαγλίδικος» [=λιπαρός] - στα κυπριακά «γιαγλής» [ο ιδιότροπος στο φαγητόˑ τον λέμε και «μουσουτζιάρης»].
4. «γιαράς» [=πληγή που πυορροεί] – στα κυπριακά «γιαρράς» [η πληγή, το τραυμα]
5. «γιώνω» [=σκουριάζω] – στα κυπριακά «αγιώννω» [σκουριάζω].
6. «γκαϊλες» [=ανησυχία] – στα κυπριακά «καϊλες» [ανησυχία, έννοια].
7. «γκερίζι» [=υπόνομος] – στα κυπριακά «κιρίζι» [αποχετευτικό παραδεξάμενο].
8. «ζάβαλης» [=δυστυχής, καημένος] – στα κυπριακά «ζάβαλλι» [καημένε μου!]
9. «ζιαφέτι» [=γλέντι, ξεφάντωμα] – στα κυπριακά «ζιαφέττιν» [η διασκέδαση].
10. «ζεμπερέκι» [=ελατήριο] – στα κυπριακά «ζεμπερέκκιν» [έχει την ίδια ερμηνεία].
11. «ζέφκι» [φαγοπότι και διασκέδαση με φίλους] – στα κυπριακά «ζέβκιν» [διασκέδαση, απόλαυση].
12. «ζουριάζω» [=φθίνω, μαραίνομαι] – στα κυπριακά «ζούρα» [η ακαθαρσία, ο λεκές].
13. «καβάσης» [=ο ένοπλος κλητήρας ή φρουρός σε προξενείο] - στα κυπριακά «καβάζης» [ο φύλακας προξενείου, ο κλητήραςˑ υπάρχει και οικογενειακό επίθετο Καβάζης].
14. «καμπαρντίζω» [= καυχιέμαι, καμαρώνω] - στα κυπριακά «καπαρτίζω» [κομπάζω, φουσκώνω από έπαρση]
15. «κιρατζής» [=αγωγιατης] – στα κυπριακά «κκιρατζιής» [ο αγωγιάτης, ο αμαξάς]
6. «κομπώνω» [=εξαπατώ, ξεγελώ, πλανεύω με ψεύτικα λόγια, εξ ου προφανώς και το «κομπογιαννίτης»] – στα κυπριακά «κόμπωμαν» [η απάτη, εξ ου και τα «κομπόλογια», δηλ. τα ψεύτικα τα λόγια, οι λαφαζανιές]
17. «μασάτι» [το εργαλείο που χρησιμοποιείται από τους κρεοπώλες για ακόνισμα των μαχαιριών] – στα κυπριακά «μασάτης» [το ίδιο εργαλείο]
18. «μισκίνης» [=κακορίζικος] – στα κυπριακά επίσης «μισκίνης» [ο σωματικά ανίσχυρος]
19. «μπαρμπέτα» [=φαβορίτα] – στα κυπριακά «παρπέττα» ή «παρπερέττα» [η φαβορίτα]
20. «μπότης» [=πήλινο δοχείο νερού] – στα κυπριακά «πότης» [δοχείο νερού].
21. «νάμι» [=όνομα, φήμη] – στα κυπριακά επίσης «νάμιν» [έχει την ίδια έννοια]
22. «πουργός» [=βοηθός του χτίστη] – στα κυπριακά «πουρκός» [έχει την ίδια σημασία]
23. «σιτζίμι» [=σχοινί, σπάγγος] – στα κυπριακά «σιτζιήμι» [η δυνατή βροχήˑ «βρέshει σιτζιήμι»].
24. «σουργούνι» [=εξορία] – στα κυπριακά «σουρκούνης» [ο εξόριστοςˑ υπάρχει και οικογενειακό επίθετο Σουρκούνης].
25. «ταζέδικος» [=φρέσκος] – στα κυπριακά «τταζέτικος» [ο φρέσκος].
26. «ταράφι» [=κύκλος (ομοίων) ανθρώπων] – στα κυπριακά «τταράφιν» [το όριο – «εμπήκες μέσ’ στα τταράφκια μου»].
27. «τερμπιές» [=καλή ανατροφή] – στα κυπριακά «ττερπιές» [η επίβλεψη, η πειθαρχεία, π.χ. «Εννα σε βάλω ττερπιέν, να πνασ’ η τζιεφαλή μου»].
28. «τσαΐρι [=βοσκοτόπι] - στα κυπριακά «τσσιαΐρι [το χόρτο ως τροφή για τα ζώα].
29. «τσελεπής» [=αρχοντόπουλο] – στα κυπριακά «τσσιελεπής» [ευγενήςˑ υπάρχει και οικογενειακό επίθετο Τσιελεπής].
30. «χαβώνω» [=μαγνητίζω κάποιον] - στα κυπριακά «χαώννω» [συγχύζω, αποβλακώνω]
31. «ψακή» [=δηλητήριο] - στα κυπριακά «ψατζιή» [το δηλητήριο, κυρίως το ποντικοφάρμακο].
1. «αποταυρίζομαι» [=τεντώνομαι] - στα κυπριακά «ποταυρίζομαι» [τεντώνω το χέρι ή το πόδι για να φτάσω κάτι
2. «άρατος» [=άφαντος] – και στα κυπριακά το ίδιο: «άρατος» [=άφαντος]
3. «γιαγλίδικος» [=λιπαρός] - στα κυπριακά «γιαγλής» [ο ιδιότροπος στο φαγητόˑ τον λέμε και «μουσουτζιάρης»].
4. «γιαράς» [=πληγή που πυορροεί] – στα κυπριακά «γιαρράς» [η πληγή, το τραυμα]
5. «γιώνω» [=σκουριάζω] – στα κυπριακά «αγιώννω» [σκουριάζω].
6. «γκαϊλες» [=ανησυχία] – στα κυπριακά «καϊλες» [ανησυχία, έννοια].
7. «γκερίζι» [=υπόνομος] – στα κυπριακά «κιρίζι» [αποχετευτικό παραδεξάμενο].
8. «ζάβαλης» [=δυστυχής, καημένος] – στα κυπριακά «ζάβαλλι» [καημένε μου!]
9. «ζιαφέτι» [=γλέντι, ξεφάντωμα] – στα κυπριακά «ζιαφέττιν» [η διασκέδαση].
10. «ζεμπερέκι» [=ελατήριο] – στα κυπριακά «ζεμπερέκκιν» [έχει την ίδια ερμηνεία].
11. «ζέφκι» [φαγοπότι και διασκέδαση με φίλους] – στα κυπριακά «ζέβκιν» [διασκέδαση, απόλαυση].
12. «ζουριάζω» [=φθίνω, μαραίνομαι] – στα κυπριακά «ζούρα» [η ακαθαρσία, ο λεκές].
13. «καβάσης» [=ο ένοπλος κλητήρας ή φρουρός σε προξενείο] - στα κυπριακά «καβάζης» [ο φύλακας προξενείου, ο κλητήραςˑ υπάρχει και οικογενειακό επίθετο Καβάζης].
14. «καμπαρντίζω» [= καυχιέμαι, καμαρώνω] - στα κυπριακά «καπαρτίζω» [κομπάζω, φουσκώνω από έπαρση]
15. «κιρατζής» [=αγωγιατης] – στα κυπριακά «κκιρατζιής» [ο αγωγιάτης, ο αμαξάς]
6. «κομπώνω» [=εξαπατώ, ξεγελώ, πλανεύω με ψεύτικα λόγια, εξ ου προφανώς και το «κομπογιαννίτης»] – στα κυπριακά «κόμπωμαν» [η απάτη, εξ ου και τα «κομπόλογια», δηλ. τα ψεύτικα τα λόγια, οι λαφαζανιές]
17. «μασάτι» [το εργαλείο που χρησιμοποιείται από τους κρεοπώλες για ακόνισμα των μαχαιριών] – στα κυπριακά «μασάτης» [το ίδιο εργαλείο]
18. «μισκίνης» [=κακορίζικος] – στα κυπριακά επίσης «μισκίνης» [ο σωματικά ανίσχυρος]
19. «μπαρμπέτα» [=φαβορίτα] – στα κυπριακά «παρπέττα» ή «παρπερέττα» [η φαβορίτα]
20. «μπότης» [=πήλινο δοχείο νερού] – στα κυπριακά «πότης» [δοχείο νερού].
21. «νάμι» [=όνομα, φήμη] – στα κυπριακά επίσης «νάμιν» [έχει την ίδια έννοια]
22. «πουργός» [=βοηθός του χτίστη] – στα κυπριακά «πουρκός» [έχει την ίδια σημασία]
23. «σιτζίμι» [=σχοινί, σπάγγος] – στα κυπριακά «σιτζιήμι» [η δυνατή βροχήˑ «βρέshει σιτζιήμι»].
24. «σουργούνι» [=εξορία] – στα κυπριακά «σουρκούνης» [ο εξόριστοςˑ υπάρχει και οικογενειακό επίθετο Σουρκούνης].
25. «ταζέδικος» [=φρέσκος] – στα κυπριακά «τταζέτικος» [ο φρέσκος].
26. «ταράφι» [=κύκλος (ομοίων) ανθρώπων] – στα κυπριακά «τταράφιν» [το όριο – «εμπήκες μέσ’ στα τταράφκια μου»].
27. «τερμπιές» [=καλή ανατροφή] – στα κυπριακά «ττερπιές» [η επίβλεψη, η πειθαρχεία, π.χ. «Εννα σε βάλω ττερπιέν, να πνασ’ η τζιεφαλή μου»].
28. «τσαΐρι [=βοσκοτόπι] - στα κυπριακά «τσσιαΐρι [το χόρτο ως τροφή για τα ζώα].
29. «τσελεπής» [=αρχοντόπουλο] – στα κυπριακά «τσσιελεπής» [ευγενήςˑ υπάρχει και οικογενειακό επίθετο Τσιελεπής].
30. «χαβώνω» [=μαγνητίζω κάποιον] - στα κυπριακά «χαώννω» [συγχύζω, αποβλακώνω]
31. «ψακή» [=δηλητήριο] - στα κυπριακά «ψατζιή» [το δηλητήριο, κυρίως το ποντικοφάρμακο].
Σχόλια, παρατηρήσεις και ερωτήματα ευπρόσδεχτα…
Α, κι ένα quiz: Από πού μπορεί να προέρχονται τα οικογενειακά επίθετα Πασιαρδής, Κοσιάρης, Σιεχερλής;
Anef_Oriwn
[μελετώντας την κυπριακή διάλεκτο]
Πέμπτη 14/3/2013
********************************
Υστερόγραφα 19/4/2013
1. Με την ολοκλήρωση της συγκεκριμένης προσφοράς του, το “Βήμα” ξεκίνησε μια νέα με τίτλο “Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία”. Τα βιβλία αυτής της σειράς έχουν ως θέματα, την Αρχαία Ελληνική Γλώσσα, τη Φιλοσοφία, τη Γραμματεία, την Επική Ποίηση κι άλλα…
2. Λέξεις από το συγκεκριμένο βιβλίο οι οποίες υπάρχουν και στην κυπριακή διάλεκτο παρουσίασε και ο γνωστός [για την αντι-ΑΚΕΛική εμπάθεια του] δημοσιογράφος της “Αλήθειας”, Αλέκος Κωνσταντινίδης στη καθημερινή του στήλη “Γλωσσικά Πάρεργα” στη τελευταία σελίδα της εφημερίδας…
3. Στην τελευταία του ανάρτηση στο Blog του, ο Νίκος Σαραντάκος ασχολείται με τις «ψευδόφιλες λέξεις» στην Κύπρο… Ψευδόφιλες [όπως επεξηγεί] είναι οι λέξεις «που προέρχονται από την ίδια ρίζα, αλλά έχουν ελαφρώς ή και εντελώς διαφορετική σημασία από τη μια γλώσσα στην άλλη, με αποτέλεσμα να παραπλανούν όσους δεν ξέρουν καλά και τις δυο αυτές γλώσσες και δεν έχουν τα μάτια τους τέσσερα…». Δίνει δε και μερικά παραδείγματα [που άκουσε σε μια διάλεξη] όπως η «βίλλα» [με τα φαιδρά περιστατικά που συμβαίνουν με τη χρήση αυτής της λέξης από ελλαδίτες αδελφούς], τον «θάλαμο» [την κατάψυξη], την «πέννα» [το στυλό], την «κρυάδα» [το κρύο]… Πολλά συμπληρώνονται στα σχόλια, αλλά δεν τα διάβασα όλα. Εγώ να αναφέρω ότι τα «φώτα» στην κυπριακή είναι τα φανάρια της τροχαίας, ενώ το «ψυγείο» του αυτοκινήτου στα κυπριακά το λέμε ραδιατέρ [δείτε σχετικά και την ανάρτηση μου με αρ. 61/2010], ενώ για την τριπλή σημασία της κυπριακής λέξης «κούννα» θα τα πούμε κάποια άλλη φορά…
Anef_Oriwn
1. Με την ολοκλήρωση της συγκεκριμένης προσφοράς του, το “Βήμα” ξεκίνησε μια νέα με τίτλο “Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία”. Τα βιβλία αυτής της σειράς έχουν ως θέματα, την Αρχαία Ελληνική Γλώσσα, τη Φιλοσοφία, τη Γραμματεία, την Επική Ποίηση κι άλλα…
2. Λέξεις από το συγκεκριμένο βιβλίο οι οποίες υπάρχουν και στην κυπριακή διάλεκτο παρουσίασε και ο γνωστός [για την αντι-ΑΚΕΛική εμπάθεια του] δημοσιογράφος της “Αλήθειας”, Αλέκος Κωνσταντινίδης στη καθημερινή του στήλη “Γλωσσικά Πάρεργα” στη τελευταία σελίδα της εφημερίδας…
3. Στην τελευταία του ανάρτηση στο Blog του, ο Νίκος Σαραντάκος ασχολείται με τις «ψευδόφιλες λέξεις» στην Κύπρο… Ψευδόφιλες [όπως επεξηγεί] είναι οι λέξεις «που προέρχονται από την ίδια ρίζα, αλλά έχουν ελαφρώς ή και εντελώς διαφορετική σημασία από τη μια γλώσσα στην άλλη, με αποτέλεσμα να παραπλανούν όσους δεν ξέρουν καλά και τις δυο αυτές γλώσσες και δεν έχουν τα μάτια τους τέσσερα…». Δίνει δε και μερικά παραδείγματα [που άκουσε σε μια διάλεξη] όπως η «βίλλα» [με τα φαιδρά περιστατικά που συμβαίνουν με τη χρήση αυτής της λέξης από ελλαδίτες αδελφούς], τον «θάλαμο» [την κατάψυξη], την «πέννα» [το στυλό], την «κρυάδα» [το κρύο]… Πολλά συμπληρώνονται στα σχόλια, αλλά δεν τα διάβασα όλα. Εγώ να αναφέρω ότι τα «φώτα» στην κυπριακή είναι τα φανάρια της τροχαίας, ενώ το «ψυγείο» του αυτοκινήτου στα κυπριακά το λέμε ραδιατέρ [δείτε σχετικά και την ανάρτηση μου με αρ. 61/2010], ενώ για την τριπλή σημασία της κυπριακής λέξης «κούννα» θα τα πούμε κάποια άλλη φορά…
Anef_Oriwn
[υστερογραφεί]
Παρασκευή 19/4/2013
15 σχόλια:
η λέξη "σάρον" είναι αρχαία Ελληνική λέξη που σημαίνει σκούπα. Η λέξη σαρκά είναι παράγωγο της λέξης σάρον και χρησιμοποιείται στην Κύπρο μέχρι σήμερα και σημαίνει σκούπα. Το δε ρήμα ‘‘σαρώ η σαρίζω’’ στην Κυπριακή διάλεκτο σημαίνει ‘‘σκουπίζω’’.
1)το πιο πάνω κείμενο το δανείστηκα από κάπου στο διαδίκτο αλλά δε θυμούμαι την πηγή.
μπορεί κάποιος να επιβεβαιώση την πιο πάνω λέξη?
2) άκουσα μερικές φορές τη λέξη "καρτήντζηρος". τι σημαίνει?
Σε ευχαριστώ πολύ αγαπητέ για την αναφορά στο βιβλίο μου.
Δίκιο έχεις στην κριτική ότι παρέλειψα να αναφέρω για κυπριακές όλες αυτές τις λέξεις: άλλοτε δεν το ήξερα κι άλλοτε δεν αναφέρθηκα για να μην ξεπεράσω το όριο που είχα βάλει, 200 λέξεις για κάθε λήμμα.
Κρατάω τον κατάλογό σου για ενδεχόμενη συμπληρωματική ανάρτηση στο ιστολόγιο -Κύπρος, Δωδεκάνησα και Κρήτη έχουν έτσι κι αλλιώς πολλές ομοιότητες στο λεξιλόγιο.
Αγαπητέ κύριε Σαραντάκο,
Σε ευχαριστώ πολύ για την παρέμβαση!
Απλώς να σημειώσω ότι δεν είναι «κριτική» που έχω κάνει, αλλά επισημάνσεις…
Επίσης είχα πρόθεση να ΣΟΥ στείλω email για να ΣΟΥ γνωστοποιήσω το κείμενο ΜΟΥ, αλλά με πρόλαβες… Να ‘σαι καλά!
Να προσθέσω ακόμα [μια και αναφέρθηκες στα Δωδεκάνησα] ότι στην Ρόδο άκουσα [από ανθρώπους μεγάλης ηλικίας] τη λέξη «φακκώ» [που χρησιμοποιούμε και στην Κύπρο και] που σημαίνει «κτυπώ με κρότο»…
Αγαπητέ Κώστα Β.,
Σ’ ευχαριστώ για το σχόλιο ΣΟΥ…
1. Ναι όντως, στην κυπριακή υπάρχει η λέξη «σαρίζω» που σημαίνει σκουπίζω [με «σαρκά» - σκούπα]…
2. Τη λέξη «καρτήντζηρος», δεν την ξανάκουσα. Υπάρχει όμως η λέξη «κκιλίντζιηρος» που σημαίνει γύφτος, αλλά κι ατημέλητος, ρακένδυτος άνθρωπος...
Καμιά παρεξήγηση :)
Για το "σαρίζω", να πούμε πως υπάρχουν στην κοινή νεοελληνική (αλλά δεν πολυλέγονται) τα σαρίδια, τα μικρά σκουπίδια που μαζεύεις με τη σκούπα.
Υπάρχει και η λέξη "σάρωσις" στην επιστημινική ορολογία της Ελληνικής γλώσσας, που σίγουρα έλκει την καταγωγή της από την ετυμολογία σαρ-(σαρίζω,σαρώνω, σαρκά, σαρισμένος κλπ.) Πιθανόν και η σάρισσα των Μακεδόνων να προέρχεται από αυτή την ετυμολογία. Ήταν όπλο που τους έπαιρνε όλους σβάρνα όπως την σαρκά.
Στην Πάφο ακούγεται η λέξη κακκίντηρος αντί του καρτίντζιηρος, και περίπου σημαίνει αυτόν που δεν τον λαμβάνει κανένας υπόψη τον ασήμαντο άνθρωπο τον άξιο περιφρόνησης.
Ανώνυμε [ημερ. 20/4/13 - 3:00 μ.μ.],
Έχω την εντύπωση ότι ο «κακκίντηρος» ή «κακκηντίρης» εν ο κακός…
Συντροφε ενα λινκ που δινει τροφη για μελετη
http://www.newsbomb.gr/apokalypseis/story/300424/ekt---trapezites-methodeysan-tin-katarreysi
και ενα για τον Παγκαλο που κατι φοαται
http://www.capital.gr/newsTheme.asp?id=1778963
Άλλη μια φοβερή ανάρτηση με επιστημονικό ενδιαφέρον και σημαντικούς σχολιογράφους αυτή τη φορα...
Εγώ είπα το, είσαι σε μεγάλη φόρμα...
Πάντως ο "κακκίντηρος" εδώ μέσα είναι αυτός ο "αρχιεπίσκοπος" που φαίνεται ότι σε διαγωνισμό θα δυσκολευτεί να πιάσει επίπεδο κουράδας. Κρίμα ο άνθρωπος στ' αλήθεια. Αξιολύπητος.
"Πάντως ο "κακκίντηρος" εδώ μέσα είναι αυτός ο "αρχιεπίσκοπος" που φαίνεται ότι σε διαγωνισμό θα δυσκολευτεί να πιάσει επίπεδο κουράδας."
έχεις δίκιο μεγάλε! όσο και να προσπαθήσει, δε μπορεί να προλάβει και να ξεπεράσει τους πρωταθλητές ακελικούς.
φίλε είδα το άρθρο σου αλλά δεν άφηκα σχόλιο. Πάντως για την Κύπρο, οι μισές που τες λέξεις που αναφέρουνται δεν είναι τζιαι τόσον λέξεις που χάννονται που την κυπριακή τοπολαλιάν. Ψατζιή, ψατζιεμένος, ζιαφέθκια, τα τσιαΐρκα, τα τταράφκια, ο μισκίνης, ζάβαλλι μου, ποταυρίζουμαι χαζίριν... εν πολλά κοινές λέξεις.
Aceras,
Πράγματι οι πιο πολλές λέξεις που κατέγραψα πιο πάνω [και κυρίως αυτές που αναφέρεις] παραμένουν ζωντανές στην κυπριακή διάλεκτο, όμως τούτες δεν είναι καθόλου γνωστές στους νεότερους. Πολλές απ’ αυτές έχουν σχέση με τη γη και την ύπαιθρο γενικότερα [και με διάφορες γεωργικές και κτηνοτροφικές ασχολίες]. Όμως η απομάκρυνση των ανθρώπων από τη γη αναπόφευκτα οδηγεί και στην εξαφάνιση αρκετών λέξεων. Ποιοι ξέρουν, ας πούμεν, τι είναι το τσσιαΐριν, ή η βουκάνη, ya το αshερόμπασμαν; [Παρεμπιπτόντως ξέρεις τι σημαίνει κεντικελένης;]…
Ο συγγραφέας του βιβλίου Νίκος Σαραντάκος με τη έκφραση «λέξεις που χάνονται», βασικά εννοούσε ότι οι δεν απαντώνται στα σημερινά λεξικά της Ελληνικής…
τούρκικα kendi-gelen = μόνος του(;)
ΑΧΠ
Δημοσίευση σχολίου