Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

Ανάρτηση 69/2014 [προγραμματισμένη, επετειακή, αντι-πραξικοπηματική, αντιφασιστική, αντιστασιακή, μαρτυριακή, τιμητική] – Για την εν ψυχρώ δολοφονία από τους φασίστες πραξικοπηματίες του Κώστα Μισιαούλη στο Τσέρι...


Εισαγωγικά

Ήχησαν και σήμερα κατά τις 8 και 20 το πρωί οι σειρήνες [ο Πάμπος Φιλίππου του “ΑΣΤΡΑ” είπε πως ήχησαν για πιο λίγη ώρα φέτος] για να θυμίσουν στους ξεχασιάρηδες και τους επιλήσμονες [ΕΜΕΙΣ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΞΕΧΝΑΜΕ!] το χουντοφασιστικό και τουρκοφόρο πραξικόπημα της ελληνικής χούντας και της γριβικής ΕΟΚΑ Β΄ της 15ης  του Ιούλη του 1974.

Προφανώς κάποιοι αχάπαροι θα διερωτοούνταν τι να συμβαίνει και παίζουν οι σειρήνες, ίσως κάποιοι άλλοι που ‘χαν ξενυχτήσει και το βράδυ να δκιαολίζονταν αν τους ξύπνησαν πρωινιάτικα τα σφυρίγματα των σειρήνων, ενώ κάποιοι άλλοι, προφανώς και με δυσαρέσκεια να διαμαρτύρονταν και να μουρμουρούσαν γιατί να συνεχίζουμε να ασχολούμαστε και να τα θυμόμαστε όλ’ αυτά ακόμα. Αυτοί οι τελευταίοι ίσως να ήταν και μεταξύ των θυτών εκείνης της εποχής κι εκείνων των ημερών [δεν ήταν λίγοι εκείνοι από την παράταξη της Δεξιάς που έβγαλαν τη μάσκα του “ουδέτερου” κι “αμέτοχου” πολίτη και συντάχτηκαν ξεκάθαρα με τους πραξικοπηματίες], ή αν είναι νεότεροι έχουν ενταχθεί [είτε εκ πεποιθήσεως είτε για 30 αργύρια] στη συνομοταξία των πολιτικών επιγόνων και απολογητών των θυτών...

ΕΜΕΙΣ επειδή ΔΕΝ ξεχνάμε τους φασίστες και τα τανκς κι επειδή θέλουμε και ο κόσμος [κυρίως οι νέοι] να μαθαίνουν για το “θεάρεστο” και το απείρου κάλλους “εθνικό” έργο που οι  ελληνόφωνοι φασίστες της Κύπρου επιτέλεσαν εκείνες τις μέρες, θα αφηγηθούμε πιο κάτω τη εν ψυχρώ δολοφονία του στελέχους της ΑΚΕΛ στο Τσέρι Κώστα Μισιαούλη, συγγενή του άλλου Κώστα Μισιαούλη τον οποίον οι άλλοι φασίστες, εκείνοι της ΤΜΤ, δολοφόνησαν το 1965 μαζί με τον Καβάζογλου.   
Αναδημοσιεύω, λοιπόν, από το “Χρονικό της σύγχρονης κυπριακής τραγωδίας” (έκδοση της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ, το 1976), την αφήγηση της συζύγου του Κώστα Μισιαούλη, Χρυστάλλας,  αναφορικά με τις συνθήκες σύλληψης, κράτησης και θανάτου του συζύγου της...

Να σημειώσω πάντως, ότι σήμερα είναι ίσως η δεύτερη φορά εδώ και 30 χρόνια [από τότε που επέτρεψα από τις σπουδές ΜΟΥ] που απουσίασα από το συλλαλητήριο που το ΑΚΕΛ οργανώνει για καταδίκη του χουντοφασιστικού πραξικοπήματος και της τούρκικης εισβολής ... [Κάποτε τα συλλαλητήρια ήταν επαρχιακά και σχεδόν πάντοτε παρευρισκόμαστε οικογενειακώς]... Δεν θυμάμαι ποτέ ήταν η άλλη περίπτωση που απουσίασα, αλλά σήμερα λόγοι ανεξάρτητοι της θελήσεως μου, δεν μου επέτρεπαν να παραστώ...

**********************************
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΦΟΝΟΥΣ ΕΝ ΨΥΧΡΏ ΣΤΟ 8ΗΜΈΡΟ ΤΗΣ ΠΡΌΔΟΣΙΑΣ
ΚΩΣΤΑΣ   ΑΝΔΡΕΟΥ   ΜΙΣΙΑΟΥΛΗΣ,  
24 χρόνων από το Τσέρι, μέλος του ΑΚΕΛ, μηχανοτεχνίτης, νεκρός του πραξικοπήματος (σελ. 76 του “Χρονικού)”...

{Οι υπογραμμίσεις και επιχρωματώσεις είναι δικές ΜΟΥ. Μέσα σε αγκύλες και με κόκκινο χρώμα παραθέτω σχόλια και σημειώσεις δικές ΜΟΥ... Η γραφή έχει μεταφερθεί στο μονοτονικό σύστημα}...

Για την περίπτωση του τόσον αδικοσκοτωμένου συντρόφου, μας αφηγείται η σύζυγος του Χρυστάλλα Κ.  Μισιαούλη:

“Ήταν 11 παρά τέταρτο περίπου στις 17 Ιουλίου [σημ. δική ΜΟΥ: το βράδυ]. Η σύλληψη έγινε από ομάδα ενόπλων που ήρθαν στο σπίτι μας ειδικά γι’ αυτό το σκοπό. Μαζί τους ήταν και ένας νεαρός χωριανός μας. Ήταν και αυτός μέλος της ομάδας πού συνέλαβε τον άνδρα μου. Όταν κτύπησαν την πόρτα μας, μέσα στη νύκτα, κατέβηκα εγώ για να ανοίξω. Μας είπαν άτι είναι αστυνομικοί. [σημ.: ήταν τότε που όλοι οι baş πατριώτες ζώνονταν τους shεπέττους τζιαι εκάμναν τους αστυνομικούς]... Ένας από την ομάδα των ενόπλων μάλιστα ρώτησε τον άνδρα μου αν τον έχει αναγνωρίσει. «Έκαμαμε δύο χρόνια μαζί στρατιώτες», τού είπε. Αποτεινόμενος σε μένα ο άγνωστος εκείνος μου είπε: «Γνωρίζω τον άνδρα σου, είναι ένα πολύ καλό παιδί, θα τον πάρουμε και θα τον φέρουμε πίσω. Είναι υπό την εγγύηση μου». Αυτά μού εδήλωσε ο άγνωστος εκείνος πρώην συνστρατιώτης του Κώστα μου. Και ο ίδιος πρόσθεσε: «Υπάρχει υποψία ότι έχει όπλα. Αν δεν έχει θα τον φέρουμε πίσω. Θα τον ανακρίνουμε μόνο. Τίποτα  άλλο».
Κι η χαροκαμένη Χρυστάλλα, συνεχίζει: Ακολούθως, συγκέντρωσαν όλους όσους συνέλαβαν, και τον άνδρα μου μαζί, μπροστά στο οίκημα του θρησκευτικού συλλόγου του χωριού μας, το Θ.Ο.Ι.. Εκεί άρχισε η κατατρομοκράτηση τους. Υπό την απειλή των όπλων ανάγκασαν τον κόσμο να φωνάζει «Ζήτω ο Νικόλαος Σαμψών, Ζήτω η Ένωσις» και αλλά παρόμοια. Και οι ίδιοι οι  πραξικοπηματίες  έριχναν ριπές στον αέρα με αυτόματα όπλα για να εκφοβίσουν τον κόσμο. Όλα αυτά τα άκουγα οπό το παράθυρο της κουζίνας μας και ανησυχούσα πάρα πολύ.
Σε λίγο από το ίδιο παράθυρο άκουσα τα αυτοκίνητα πού ξεκίνησαν. Επρόκειτο για τα αυτοκίνητα πάνω στα οποία φόρτωσαν  αυτούς πού συνέλαβαν και τράβηξαν έξω  από το χωριό. Όταν τα αυτοκίνητα έφτασαν 1 περίπου μίλι έξω από το  χωριό, σταμάτησαν και σε λίγο άκουσα ένα πυροβολισμό και μετά ακόμη ένα. Έτσι εξελίχθηκαν τα τραγικά γεγονότα της δολοφονίας του ανδρός μου.
Την επαύριον μια νοσοκόμα με ειδοποίησε εμπιστευτικά για το τι είχε συμβεί και μου είπε να πάμε να δώσουμε αίμα για τον άνδρα μου πού ήταν, (όπως μου είπε, για να με καθησυχάσει),   απλώς πληγωμένος.
Αμέσως τρέξαμε όλη η οικογένεια για να τον βρούμε στο κρεβάτι των φρικτών του πόνων. Εγώ κατόρθωσα και μπήκα στο Νοσοκομείο Λευκωσίας χωρίς να πω βέβαια για ποιόν ήταν το αίμα που επρόκειτο να δώσω. Τη μητέρα μου όμως και τούς δικούς μας τούς αντελήφθησαν και τους παρεμπόδισαν να μπουν. Κατόπιν πολλών ταλαιπωριών κατόρθωσα να δώσω αίμα, όμως δεν μού επέτρεψαν να δω τον άνδρα μου, γιατί δήθεν τού έκαμναν εκείνη την στιγμή κάποιαν επέμβαση. Την Πέμπτη [σημ.: στις 18 του Ιούλη] το απόγευμα ξαναπήγα στο   Νοσοκομείο, άλλα όλη η προσπάθεια  μου να δω τον άνδρα μου υπήρξε και πάλι μάταιη. Οι στρατιωτικοί πού τρομοκρατούσαν το νοσοκομείο δεν μας επέτρεψαν να δώσουμε άλλο αίμα, παρ’  όλη την συνεχιζόμενη αιμορραγία πού είχε. Μας έδιωξαν κακήν κακώς μέχρι τον δρόμο με απειλές και φοβέρες. Εγώ κατόρθωσα πάλιν λαθραία  και με την βοήθεια ένας φίλου μας νοσοκόμου να δω τον Κώστα. Την Κυριακή το μεσημέρι, [σημ.: είχε ξεκινήσει ήδη η τούρκικη εισβολή] μπόρεσα να τον δω.   Παρ’ όλον ότι δεν ήθελα να τον στενοχωρήσω όπως  ήταν   τόσο εξαντλημένος, εκείνος επρόφερε με μεγάλη  δυσκολία  τα  έξής: «Άκουσες τι είπαν για μένα γιατί με πυροβόλησαν; Στο   χωριό  διαδίδουν ότι πήγα να φύγω και με πυροβόλησαν».
Εγώ παρατήρησα ότι μας είπαν πως πρόκειται για ατύχημα και πως ο Σαμψών είχε πει ότι σε   στείλει στο εξωτερικό για να γίνεις καλά. «Όχι», μου είπε κατηγορηματικά. «Με πυροβόλησαν ξεπίτηδες». Στο σημείο  αυτό μπήκαν μέσα οι γιατροί πού θα  έκαμναν αλλαγή στις πληγές του. Μας διέκοψαν και δεν επέτρεψαν να συνεχίσουμε άλλο...
Ο Κώστας μου, ένας  φιλήσυχος και καλότατος  άνθρωπος πού σε κανένα δεν έχει κάμει κακό στην ζωή του, ξεψύχησε με φρικτούς πόνους. Το έμαθα πολύ αργότερα ότι είχε πεθάνει την Δευτέρα 22 Ιουλίου στις 11 και 30 π.μ.. Ο φίλος μας ο νοσοκόμος είχε τηλεφωνήσει 2 φορές στο κοινοτικό   τηλέφωνο ζητώντας μας για να μας το αναγγείλει. Όμως οι   πραξικοπηματίες πού καθόντουσαν στο Θ.Ο.Ι. και έπαιρναν τα τηλεφωνήματα, έλεγαν ψέματα ότι θα μας το διαβιβάσουν και δεν μας το έλεγαν. Δεν ετολμούσαν καν να μας δουν στα μάτια. Τέλος μάθαμε την αλήθεια. Πήγε τότε ο συμπέθερος μας ο  Γεώργιος Πίσσης και με αγώνα ολόκληρο κατόρθωσε να αποσπάσει  τον νεκρό από τα  χέρια τους.
Η ταφή έγινε στο χωριό μας στο Τσέρι. Εκείνοι που ευθύνονται για τον θάνατο του μας επρότειναν να κάμουν εκείνοι την κηδεία με τιμές, αλλά εμείς το απορρίψαμε με αηδίαν και περιφρόνηση. Στην κηδεία παρευρέθηκαν, παρ’ όλη την τρομοκρατία που επικρατούσε εκείνες τις μέρες στο χωριό μας, τα τρία τέταρτα του χωριού. Όλοι έκλαψαν και εξέφρασαν την λύπη τους για τον χαμό του Κώστα Μισιαούλη”...
[Αυτός, λοιπόν, είναι ο βίος και η πολιτεία των ελληνοκύπριων φασιστών/ΕΟΚΑΒητατζιήδων, γνήσιων κι άξιων τέκνων της ελληνοκυπριακής Δεξιάς. Ζωσμένοι τ’ άρματα έμπαιναν σε σπίθκιαν τζι’ αυλάες, Αριστερών και δημοκρατικών μακαριακών πολιτών, τους συλλάμβαναν, τους φυλάκιζαν ή/και τους κακοποιούσαν/βασάνιζαν, κάποιους μάλιστα τους δολοφόνησαν εν ψυχρώ... Δείτε κι εδώ]...

Anef_Oriwn
[τιμώντας τη μνήμη του Κώστα Μισιαούλη και όσων έδωσαν τη ζωή τους υπερασπιζόμενοι τη Δημοκρατία]
Τετάρτη 16/7/2014 [ώρα 1:30 π.μ.]

1 σχόλιο:

Anef_Oriwn είπε...

Αντιγράφουμε λίγα λόγια, πολύ σημαντικά και ουσιαστικά, από την ομιλία του Γενικού Γραμματέα του ΑΚΕΛ Άντρου Κυπριανού στην φετινή εκδήλωση καταδίκης των μαύρων επετείων που φέτος έγινε ανήμερα της επετείου του πραξικοπήματος στο Αμφιθέατρο της Σχολής Τυφλών στη Λευκωσία [link: http://www.akel.org.cy/?p=3018]:

“Κάθε φορά που ο φασισμός σήκωνε κεφάλι στον τόπο μας, πρώτα πλήρωνε με το αίμα της η Αριστερά και έπειτα ο τόπος ολόκληρος. Τα συρματοπλέγματα που χαράζουν τα χώματα της Κύπρου, αποτέλεσμα του διπλού εγκλήματος του ‘74, είναι το πιο αδιάσειστο και πικρό τεκμήριο αυτής της αλήθειας. Γι’ αυτό δεν θα πάψουμε ποτέ, να την επαναλαμβάνουμε.

Γι’ αυτό δε θα πάψουμε να υπερασπιζόμαστε την ίδια την Ιστορία. Γιατί την έγραψε ο λαός μας με το ίδιο του το αίμα.
Την έγραψαν οι σφαίρες του φασισμού που δολοφόνησαν τους Κώστα Μισιαούλη, Κωστάκη Ευαγόρου, Σωτήρη Αδάμου Κωνσταντίνου, Νίκο Φλουρέντζου, Κυριάκο Παπαλαζάρου, Αντρέα Κέστα, Πάμπο Χριστοφή, Τάσο Χριστοφή, Παντελή Χαραλάμπους, Χριστάκη Κόμπο και άλλους πολλούς. Την έγραψαν οι απειλές του φασίστα με το όπλο την ώρα που περνούσε χειροπέδες στον πατριώτη λέγοντας «δε θα ξαναδείς τον ήλιο, ο τάφος σας είναι ανοικτός». Την έγραψαν οι ανακρίσεις μέσα στις Κεντρικές Φυλακές με τη μόνιμη ερώτηση «αριστερός δεν είσαι;». Την έγραψε το θάρρος της αντίστασης των ΑΚΕΛιστών που όπου κι αν ήταν, έδιναν με την ίδια φωνή την ίδια απάντηση: «είμαι ΑΚΕΛιστής και είμαι περήφανος και ούτε τώρα μετανιώνω». «Είμαι ακελιστής, κομμουνιστής και είμαι περήφανος». «Δεν έχω όπλα, αν εκάματε πραξικόπημα για να σκοτώσετε κομμουνιστές σου το λέω ότι είμαι και σκότωσε με». Την έγραψαν οι ομαδικοί τάφοι που άνοιξε το πιστόλι του Χουντικού για να θαφτούν αλλού «τα σκυλιά του Μούσκου» και αλλού οι «ήρωες του Έθνους».

Την έγραψε η οργή και η ντροπή για τους υπερ-έλληνες, υπερ-πατριώτες που κατέβαιναν από τα αυτοκίνητα και έτρεχαν να κρυφτούν στα βουνά για να μην πολεμήσουν στην πρώτη γραμμή. Που ντύθηκαν γιατροί και νοσοκόμοι για να μείνουν στα μετόπισθεν. Θρασύδειλοι και άνανδροι έστειλαν τους υπόλοιπους να πολεμήσουν. Για να μπορούν ύστερα οι ίδιοι να κοιμούνται ήσυχοι στα σπίτια τους. Για να καταλήξουν χρόνια μετά, όπως το είπαν και οι στίχοι, «αυτοί που ήταν για κρεμάλα να βρεθούν στα ψηλά και στα μεγάλα, την ώρα που οι λεβέντες και οι άντρες έβαψαν με το αίμα τους τις μάντρες».