Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

Ανάρτηση 164/2013 [σύντομη, ποιητική, υπαρξιακή, φιλοσοφική, αλλά και βαθύτατα πολιτική και διαλεκτική] – «Μες στο σιμηντηρόχτιστον τζι’ ακάμωτον χωράφιν...»


Εισαγωγικά
Πριν κάποιες μέρες τα βήματα της απογευματινής μου βόλτας [που τελευταία την κάμνω σε μέρη πρωτόγνωρα] με πήγαν τζιαι σ’ έναν «σιμηντηρόχτιστον τζι ακάμωτον χωράφιν» [που λέει τζι’ ο ποιητής], σ’ ένα νεκροταφείο... Που νάκκον πόμακρα σαν εκόντευκα, «είδα μνήματα, είδα σταυρούς στημένους»... Τρία – τέσσερα απ’ αυτά τα μνήματα ξεχώριζαν έντονα. Οι τάφοι καλύπτονταν με μεγάλα σκέπαστρα κορνιζαρισμένα με σχήματα εικόνες και σκαλίσματα...   
Μπήκα στο νεκροταφείο πιο πολύ για να ρίξω μια ματιά στους συγκεκριμένους τάφους. Και κοιτάζοντας τα ονόματα που αναγράφονταν στους σταυρούς πρόσεξαν ότι οι πεθαμένοι ήταν νέοι άνθρωποι κάπου κοντά στα 20 ή λίγο μεγαλύτεροι. Προφανώς κάποιο δυστύχημα ή ίσως και κάποια ανίατη αρρώστια του στέρησε από νωρίς τη ζωή. Κι αβάσταχτος ο πόνος για τους δικούς και κυρίως τους γονείς. Και πιθανόν δίνοντας μια μεγαλοπρέπεια στην τελευταία κατοικία [στο «τζιβούριν»] του παιδιού τους να νοιώθουν ότι το φροντίζουν ακόμα. Και σίγουρα δεν μου πέφτει και λόγος. «Το λαμπρόν τζιει που ππέφτει κρούζει»! Όμως βλέποντας εκείνο τους μεγαλοπρεπείς τάφους ασυναίσθητα θυμήθηκα το ποίημα “Αρκόντοι τζιαι φτωσιοί” του αγαπημένου μου [μαζί με τον Λιασίδη] κύπριου λαϊκού ποιητή Κυριάκου Καρνέρα. Το παραθέτω πιο κάτω, δίκην διάλειμμα κι από την πολιτικολογία των τελευταίων αναρτήσεων μου, αν και η ποίηση του Καρνέρα [όπως και του Λιασίδη] είναι βαθύτατα διαλεκτική και ταξική κι άρα και πολιτική...  

***************************
“Αρκόντοι τζιαι φτωσσιοί”
[του Ξυλοτυμπιώτη λαϊκού ποιητή Κυριάκου Καρνέρα]

“Μες στο σιμηντηρόχτιστον τζι ακάμωτον χωράφιν
έμπηκα τζι’ είδα μνήματα, είδα σταυρούς στημένους
τζιαι πάνω τους να φαίνεται, να μολοά, να γράφει
γρονολοϊαν τζι’ όνομαν τους λας τους πεθαμμένους.

Τζι’ είδα τζιαι μνήμαν του φτωχού τζιαι του αρκόντου μνήμαν,
με γύρου γύρου κάντζιελα, άγαλμαν τζιαι τζιβούριν,
μα του φτωχού, του πάφτωχου, μεσάνυχτον πισσούριν.

Τζι’ έκλαψα τζι’ αναστέναξα τζι’ εχώστηκα στο κρίμαν
Τζι’ εφάνην μο’ σσισεν η γη τζι’ ερούφησεν με κάτω
Τζι’ επήα τζι’ εποκούλιασα στα τάρταρα του Άδη.

Τζι’ είδα μες τζιείντην γερημνιάν, μες τζιείνον το σκοτάδιν
Στοίβες, βουνάρκα τζιαι σωρούς κόκκαλα των πλασμάτων.
Τζι’ εστάθηκα τζι εθώρουν τα σσιυφτός έναν καράριν
Τζι’ ούλα τζιει κάτω μια πίττα, ούλα μαλλιά κουβάριν.
Τζι’ εν εξηδκιάλυσα τζι’ εγιώ κόκκαλον μανιχόν του,
να πω τούτος εν του φτωχού τζιαι τζιείνος εν τ’ αρκόντου!”

Anef_Oriwn
[διαβάζοντας διαλεκτική λαϊκή ποίηση και φιλοσοφώντας για τη ζωή]
Τετάρτη 23/10/2013  

1 σχόλιο:

Anef_Oriwn είπε...

Κάτι που μού διέφυγε ή παρέλειψα να αναφέρω [δεν ξέρω αν αυτή η παράλειψη ήταν υποσυνείδητη άμυνα του εαυτού μου απέναντι στις αδυναμίες μου] και που μού ήρθε τώρα στον νουν, ήταν το δέος που ένοιωσα κατά τη διάρκεια της μοναχικής παρουσίας μου στο νεκροταφείο και της περιδιάβασης μου ανάμεσα στους τάφους και τα μνήματα.
Αυτό που ένοιωσα ήταν ένα συναίσθημα ανάμικτο από στοιχεία σεβασμού προς τους αποθαμένους και τον πόνο των συγγενών τους, αλλά και ένας προβληματισμός για την αδυναμία του ανθρώπου να αποδεχτεί το θάνατο οικείων του προσώπων και ξεφύγει [να απεγκλωβιστεί] απ’ αυτούς που ‘φυγαν... Ίσως [να ‘νοιωσα] και μια αδιόρατη φοβία, που μού την προκαλούσε η ερημιά και η σιωπή του τόπου [που την διέκοπτε κάνας απαλός θόρυβος ανάμεσα στα ξερά χόρτα από το αεράκι]…

Ολίγο καταθλιπτική η περιγραφή της επίσκεψης μου στο συγκεκριμένο νεκροταφείο, όμως επιφυλάσσομαι σύντομα να προβώ στην περιγραφή μιας άλλης περιδιάβασης μου, αυτή τη φορά στη Φύση σε μέρη όμορφα και ενδιαφέροντα...