Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

Ανάρτηση 115/2012! [λογοτεχνίζουσα και έμπλεα ενθυμήσεων και νοσταλγίας] – “Είμαι εντάξει”!



Αντί εισαγωγής
«Υπάρχει τόση αφθονία λουλουδιών,
Γιατί λοιπόν παραπονιούνται οι μέλισσες;»
(Ντίνος Χριστιανόπουλος)

***************************
Προλεγόμενα

Για τον φίλο μου τον Γκάνταλφ σας μίλησα για πρώτη φορά μόλις πριν μερικές βδομάδες, στην ανάρτηση μου με αρ.100/2012. Ήταν τότε που μου ‘στειλε … πακκέττο, [sorry email], μιαν εφτάδα με τα πιο ωραία [κατά τα δικά του γούστα και κέφια] ερωτικά τραγούδια του Βασίλη Παπακωνσταντίνου˙ είναι, βλέπετε, κι αυτός μεγάλος fan του! Όμως είναι παθιασμένος και με τον Έρωτα!
{Από τότε που μου ‘στειλε τα τραγούδια, δεν έτυχε να ξανα-επικοινωνήσουμε, ενώ είχα να τον δω από το Φεστιβάλ της ΕΔΟΝ, όπου βρεθήκαμε όλως τυχαίως στη “Λαϊκή Ταβέρνα”… Φαίνεται απορροφηθήκαμε και οι δύο από τα τρεχάματα και τις έγνοιες της καθημερινότητας μας}…

******************
Κι όμως, όλως τυχαία (ξανα)συναντηθήκαμε)

«Ε, λοιπόν, [ΣΑΣ λέω αλήθεια»], πριν μερικές μέρες βρεθήκαμε, όμως και πάλιν, «όλως τυχαία». Ήταν ένα απογευματάκι που είχα παρκάρει για λίγο στον παραλιακό των Φοινικούδων στη Λάρνακα… Περνούσα απ’ εκεί και είδα [μετά από πολύ καιρό] ένα Θείο μου, αδερφό του Πατέρα μου [ελαφρύ να ‘ναι το χώμα που τον σκεπάζει!] να κάθεται σ’ ένα παγκάκι. Κατέβηκα να τον χαιρετίσω, να του πω ένα «γεια», αλλά και για να ανταλλάξουμε και δυο-τρεις κουβέντες…

Φεύγοντας για να πάω προς τ’ αυτοκίνητο μου σχεδόν ττουμπάραμε μούτρα με μούτρα με τον Γκάνταλφ.  Κυριολεκτικά πέσαμε ο ένας πάνω στον άλλο. Εγώ βιαστικός να πηγαίνω προς το αυτοκίνητο κι ο Γκάνταλφ να περπατά σκεφτικός κι αφηρημένος. Συνήθως το μυαλό του είναι βαρυφορτωμένο με σκέψεις διάφορες και προβληματισμούς πολλούς. Ίσως να χάζευε και καμιά θηλυκιά ύπαρξη που κυκλοφορούσε με αποκαλυπτικό μαγιό εκεί στα πέριξ! Ποιος ξέρει!  

Χάρηκα που το είδα, χαιρετιστήκαμε πολύ εγκάρδια, κι εγώ αμέσως τον ρώτησα [το τυπικό τις πιο πολλές φορές], «Τι γίνεται, τι κάνεις, πως είσαι»;
Αυτός, αντί άλλης απάντησης, με τράβηξε και καθίσαμε σ’ ένα παγκάκι κάπου εκεί δίπλα κι άρχισε να σιγοτραγουδάει. Προτίμησε να μου απαντήσει με τραγούδι. Τα κάνει αυτά τα νούμερα!

**********************


Στίχοι: Θοδωρής Παυλάκος
Μουσική: Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Πρώτη εκτέλεση: Βασίλης Παπακωνσταντίνου

«Ένα, ένα τα φώτα θα σβήσουν
από τώρα έχει πέσει η σιωπή
είναι πάντα γυμνή τούτη η ώρα
αν θυμάσαι, μια φορά στο ‘χα πει

Ήμουν λίγος, το ξέρω, απόψε
δε βοήθησες καθόλου όμως κι εσύ
πώς ν’ αρχίσω και να προχωρήσω
από μια καλησπέρα μισή

Μα εγώ είμαι εντάξει, είμαι εντάξει
είμαι εντάξει μην ανησυχείς
αν το θέλεις είμαι εντάξει
αν αυτό σε βοηθάει πιο πολύ

Ήμουν λίγος, το ξέρω, απόψε
δε βοήθησες καθόλου όμως κι εσύ
πώς ν’ αρχίσω και να προχωρήσω
από μια καλησπέρα μισή

Μη μου δίνεις κουράγιο, δε θέλω
δεν είμαστε παιδιά έτσι κι αλλιώς
κι αν βουρκώνουν τα μάτια μου λίγο
τα τσιγάρα πολλά και θα φταίει ο καπνός

Μα εγώ είμαι εντάξει, είμαι εντάξει
είμαι εντάξει μην ανησυχείς
αν το θέλεις είμαι εντάξει
αν αυτό σε βοηθάει πιο πολύ

Όλο το βράδυ το είδα να φεύγει
πίσω απ’ τα μάτια σου τα μακρινά
και το πρωί που μου είπες να φύγω
σου πήρα ένα απλό «γεια χαρά»

Ίσως αύριο μου τηλεφωνήσεις
να μου πεις πως δεν είσαι καλά
αμέσως πάλι κοντά σου θα τρέξω
να ξαναπάρω ένα νέο «γεια χαρά»

Μα εγώ είμαι εντάξει, είμαι εντάξει
είμαι εντάξει μην ανησυχείς
αν το θέλεις είμαι εντάξει
αν αυτό σε βοηθάει πιο πολύ»

*************************
Το αερικό πέρασμα μιας Θεάς!

«Ωραίο τραγουδάκι!», τού είπα κοιτάζοντας τον. Μού φάνηκε ότι τα μάτια του ήταν ελαφρώς υγρά! Τη στιγμή που τέλειωνε το τραγούδι περνούσε από μπροστά μας, ελαφρώς κουνάμενη λιγάμενη κι αεράτη, μια χαριτωμένη, ομολογουμένως, κοπελιά. Η όψη της είχε μια γλυκύτητα καθώς ένα απροσδιόριστο χαμόγελο, κυριαρχούσε στο πρόσωπο της, κάτι που την έκανε να λάμπει. Θα ήταν λίγο πάνω από τα 30, ψηλή, ελαφρώς γεματούλα με ωραιότατες καμπύλες και μακριά πλούσια πυρόξανθα μαλλιά, αφημένα να πέφτουν ελεύθερα στους ώμους της. Ήταν «ωραία στην όψη», αλλά δεν ξέρω αν «η καρδιά της [ήταν] δηλητήριο». Ήταν απλά ντυμένη και καθόλου προκλητικά ή εξεζητημένα. Φορούσε κατώμεσο blue jean παντελόνι και κοντομάνικη μπλούζα. Δεν θυμάμαι το ακριβές χρώμα της, αλλά νομίζω πως ήταν σκούρα. Μέσα από την απλότητα της, ανάβλυζε έντονα η θηλυκότητα της. Την εξέπεμπε το όλο της παρουσιαστικό της, το βάδισμα της, το φωτεινό και γεμάτο πρόσωπο της, το αδιόρατο χαμόγελο της! Με δκυο λόγια, ήταν «σαν τα κρύα τα νερά», που λαλεί τζι’ ενός άλλος φίλος!

Ο παρέας ο Γκάνταλφ την κοίταξε για λίγο επίμονα, ίσως κι αδιάκριτα [μάλλον κάτι θα του θύμισε!] και την παρακολούθησε με το βλέμμα του, ενώ αυτή απομακρυνόταν. Ένας ελαφρύς αναστεναγμός απελευθερώθηκε από τα στήθια του και γυρίζοντας προς εμένα, είπε με το γνωστό φιλοσοφημένο αλλά και εκμαγεμένο [τώρα] ύφος του: «Θεά! Δεν υπάρχει»! 

Δεν κατάλαβα τι ακριβώς εννοούσε, αλλά ούτε και τον ρώτησα! Όμως επειδή το δικό μου ύφος θα ήταν προφανώς απορημένο, αμέσως συνέχισε για να μου πει: «Η Γυναίκα είναι πολύ σκληρός Άνθρωπος»! Και προχώρησε ακόμα πιο πέρα για να πει: «…δεν υπάρχει λάθος και σωστό, για τον άντρα που αγάπησε»... [Μάλλον για τούτο θα είχε αναστενάξει πιο πριν! Κάτι θα θυμήθηκε και τον ψιλο-αναστάτωσε!]... Φυσικά ούτε τώρα κατάλαβα που το πήγαινε, είπα να τον ρωτήσω, αλλά αυτός αμέσως σηκώθηκε από το παγκάκι σαν ελατήριο… Κι αφού μου πέταξε ακόμα έναν από τους ακατανόητους φιλοσοφικούς του γρίφους, φτιαγμένους συνήθως μέσα από παραφράσεις στίχων τραγουδιών ερωτικών [«Ήμουν Θεός,  Ήλιος Καλοκαιρινός, αλλά έδυσα νωρίς», - σαφής πλέον ένδειξη ότι κάποια Γυναίκα τού είχε αναταράξει για καλά, τα νερά του μυαλού και της καρδιάς του], λαλεί μου:
«Άργησα πρέπει να πηγαίνω»... [Όμως για πού, δεν είπε…]
«Να κανονίσουμε να βρεθούμε τζιαι να διαλογιστούμε εφ’ όλης της ύλης», του λέω χαμογελώντας [ίσως και πονηρά].
«Χμμμ, ναι, να βρεθούμε», κάνει κι αυτός. «Άσε να σκεφτώ πότε και πού».
«Τι θα ‘λεγες εκεί ψηλά στα “Ανεμοδαρμένα ύψη”», λαλώ του, χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω πως μου ‘ρθε αυτή η σκέψη. Ίσως κάποια παρόρμηση, ή κάποια απροσδιόριστη ενθύμηση; 
«Μα ίνταμ που λαλείς; Είσαι σοβαρός; Που να βουρούμεν τζιει κάτω; Θα σε πάρω τηλέφωνο τέλος του μηνός. Στες 30 θα έχει και πανσέληνοˑ να κάτσουμε κάτω από τ’ ολόγιομο φεγγάρι, να τα πιούμεν και να τα πούμεν»... [Του αρέσουν τέτοιες φάσεις. Τον εμπνέουν και τού ανοίγουν την όρεξη για φιλοσοφίες]... «Είναι κι αργία η επομένη, δεν θα βιάζεσαι να φύγεις…», μού λέει... 
«Οκκέι», τού είπα. «Πάρε τηλέφωνο»...    

******************
Επίλογος
Αποχαιρετιστήκαμε κι αυτός προχώρησε για να διασταυρώσει τον δρόμο. Τον άκουα να σιγοτραγουδά κάποιους άλλους στίχους, κι αυτούς τού αγαπημένου του, Βασίλη: «...περνάει ο χρόνος βαρύς και μόνος, κι όλες τις σκέψεις μου για σένα δεν τις θες…»...  

[Θα τα πούμε στες 30!]…

Anef_Oriwn
[λογοτεχνίζων]
Δευτέρα 10/9/2012 

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ρε βλάκα, μα είσαι ο Γιαννής ο δάσκαλος?

Anef_Oriwn είπε...

Ανώνυμε Ηλιθιάδη [ημερ. 15/9/12 12:02 π.μ.],

Ούτε «βλάκας» είμαι [σίγουρα εξ ιδίων κρίνεις τα αλλότρια], ούτε «Γιαννή» με λαλούν, αλλά ούτε και «δάσκαλος» είμαι!

Είμαι ο Ττοχής Ττοχής που τα Τριβίλλουρα [στο χωρκόν μου το Ττοχής γράφουμεν το με χχου τζι’ όι με φφου] τζιαι είμαι βοθροκαθαριστής – εκκαθαρίζω βοθρο-τυφλοπόντικες!

Ανώνυμος είπε...

εγώ δε σε έβρισα.
μήπως είσαι φίλος του Γιαννή του δασκάλου?

Anef_Oriwn είπε...

Εξυπνόβλακα Ανώνυμε [ημερ. 15/9/12 8:10 μ.μ.] ,

Ούτ’ ΕΓΩ σ’ έβρισα!