Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

Ανάρτηση 60/2014 [προγραμματισμένη, ενθυμησιακή, βουκολική, αφιερωματική] – Βουκολικό ανάγνωσμα δίκην μνημοσύνου...


Αντί εισαγωγής
«Όσο ζούμε και σε θυμόμαστε, θα παραμένεις αθάνατος!»

****************************
Ενθύμησες από τη Ζωή ΣΟΥ...
[με αποσπάσματα από παλιό σχόλιο ΜΟΥ στου Aceras]

ΣΕ θυμάμαι, να γέρνεις πάνω στην ματσούκα ΣΟΥ, ή με τη ράχη να ακουμπάς στον τοίχο της μάντρας και να παρακολουθείς με τις ώρες τα πρόβατα να βόσκουν δίπλα στο χωράφι ή να τρώνε από τις ταΐστρες μέσα στην μάντρα και τα μικρά αρνιά να τρέχουν πάνω - κάτω και να παίζουν. Αυτό εξέφραζε βασικά τη σύνδεση ΣΟΥ ως ανθρώπου (και βοσκού) με τα ζώα και η αγάπη που είχες γι’ αυτά!

 Είχες πολλή υπομονή με τα κτηνά, κάποτε όμως ξεθεωνόσουν, κυρίως στο γάλεμα, και δη όταν δεν υπάκουαν η κουέλλες˙ δεν στέκονταν ήσυχες στο γαλεφτήρι. Είχες μπει πια και στα χρόνια και δυσκολευόσουν πια. ΣΕ πονούσαν και τα χέρια ΣΟΥ! Είχες κουραστεί πια, ΣΟΥ είχαν στοιχίσει και τα ξενύχτια στη δουλειά στο ξενοδοχείο. Αισθανόσουν πλέον πολύ κουρασμένος από τον κάματο της ζωής. Χρειαζόσουν πλέον ησυχία και ξεκούραση, για να χαρείς και τα Παιδιά και τα Εγγόνια ΣΟΥ... 

Ξεχώριζες κάθε ζώο (εγώ δεν τα κατάφερνα όσο κι αν προσπαθούσα) και ήξερες και τα χούγια του. Σε κάποια μάλιστα είχατε δώσει (μαζί με την Μητέρα) κι ονόματα. Μερικά απ αυτά  τα θυμάμαι. Ήταν η Πατσάλα (είχε βούλες άλλου χρώματος στο πρόσωπο), η Μαυρονούρα (με μαύρη ουρά - στα πρόβατα ως γνωστό κυριαρχεί το άσπρο), η Μυτού (με κοντά αυτιά), η Κοραλλού (από το κόρη). Η τελευταία ήταν μια προβατίνα που κυριολεκτικά μεγάλωσε μέσα στο σπίτι. Δεν θυμάμαι ακριβώς τι είχε συμβεί (είτε θα ψόφησε η μάνα προβατίνα, είτε δεν είχε αρκετό γάλα για να βυζαίνει τα μικρά της) και έτσι την πήραμε από μικρή στο σπίτι και την ταΐζαμε με το μπιμπερό. Έγινε έτσι (για κάποιο χρονικό διάστημα) το pet sheep της οικογένειας και τη βαφτίσαμε και Κοραλλού!

Την συνήθεια του Πατέρα μου να χαζεύει με τις ώρες τις κουέλλες την έχω κι εγώ, όμως όχι με τα πρόβατα (δεν είμαι βοσκός), αλλά με τα πεζούνια (περιστέρια). Στην αυλή έχω ένα πεζουναρκο (περιστεριώνα) με αρκετά πεζούνια. Κάποιες φορές στέκομαι και τα παρακολουθώ πως τσιμπολογάνε, πώς φτιάχνουν τις φωλιές τους, πως ζευγαρώνουν, πως ταΐζουν τα μικρά τους. Λίγο πολύ ξέρω και πάλι [όπως παλαιότερα, που είχα και πιο πολύ χρόνο στη διάθεση μου -μια εποχή μόλις και που προλάβαινα, (ήταν και πολλά) να τους βάζω φαΐ και νερό], πως είναι ζευγαρωμένα [ποιο πεζούνιν με ποιαν πεζούνα], που είχε κάθε ζευγάρι τη φωλιά του (συνήθως έχουν από δύο φωλιές) και ποια ήταν τα μικρά τους.
Η θύμηση ΣΟΥ, [μαζί με όλα τα πιο πάνω, μού ‘φεραν ξανά στο νουν κι άλλες θύμισες και βιώματα από τα εφηβικά ΜΟΥ χρόνια.

Όντας, λοιπόν, γέννημα και θρέμμα γεωργοκτηνοτροφικής οικογένειας και μεγαλωμένος στους αγρούς και στις μάντρες, με τους γονιούς μου να ασχολούνται και με τη βοshιηκήν (εκτός από την γεωργία) και να έχουν κουπάιν με κουέλλες (κοπάδι με πρόβατα) με μερικές μόνο αίγιες, έχω ζήσει από κοντά διάφορες καταστάσεις και έχω εμπλακεί σε πολλές και διάφορες τσσιοπαναραίϊκες δουλειές … Π.χ., 
- το ξεμάντρισμα, 
- το καθάρισμα (σάρισμα) της μάντρας, 
- το τάισμα και πότισμα των ζώων, 
- το κόψιμο τριφυλλιού (με την φασούλα), 
- το μάζεμα των μπάλων από ποκαλάμη, 
- το αλώνισμα των μπάλων για να γίνει άχυρο (30 Αυγούστου 1974, και «μπαίναν στην Άχνα οι οχτροί κ’ εμείς ‘λωνεύκαμεν»!)
- το αshερόμπασμαν (νωρίς το πρωί, που την «αβκήν», όπως ελαλούσαμεν κι όπως λέει και το γνωστό παραδοσιακό τραγούδιν για το «αshερόμπασμαν»), 
- το λούμαν των κουέλλων (στη θάλασσα), [και πάλι νωρίς το πρωί], 
- την άρδευση του τριφυλλιού και της σουτάγκρας [είδος καλλιεργήσιμου χόρτου που μοιάζει με τη σιταροπούλα/καλαμπόκι], 
- το μάζεμα της φαέττας [άλλο, ξηρικό, όμως κι όχι αρδεύσιμο, χαμηλό χόρτο που σπερνόταν τον Μάην και χρειαζόταν ελάχιστο νερό για να μεγαλώσει] και διάφορα άλλα. 
Έχω επίσης θύμισες που σχετίζονται με διάφορα περιστατικά και άλλες παρεμφερείς ασχολίες όπως το γέννημα των αρνιών, το γάλεμα, η κατασκευή χαλουμιών, το κάμωμα του τραχανά [που περιλάμβανε την ετοιμασία του ξινόγαλου που έπαιρνε μερικές μέρες κι ακολούθως το ψήσιμο και το κουλλούρκασμα του – ΕΓΩ δεν είμαι και μεγάλος fan του σε σχέση με τα υπόλοιπα μέλη της τωρινής οικογένειας ΜΟΥ], το πάλιωμα των κλιάρων (κριαριών) κατά την εποχή της λεγόμενης “βαθειάς” (γονιμοποίησης) - τους (συγ)κρατούσαμε από τα κέρατα για να μην κτυπούν ο ένας τον άλλον… 

ΕΛΑΦΡΥ ΝΑ ‘ΝΑΙ ΤΟ ΧΩΜΑ ΠΟΥ ΣΕ ΣΚΕΠΑΖΕΙ!!!

Κι από ‘ΜΑΣ για ΣΕΝΑ λίγα Κόκκινα Κρίνα



*******************************
Επίμετρο
[από παλιό σχόλιο ΜΟΥ στου Critic]

Κλείνοντας θα μεταφέρω εδώ θκυο κουβέντες της Μάνας που είπε μετά που είπε σε διαφορετικές περιπτώσεις μετά τον θάνατο του Πατέρα. Η πρώτη μετά την κηδεία ΤΟΥ και η δεύτερη σε κάποιο μνημόσυνο αποθαμένου της Οικογένειας, όχι κατ’ ανάγκη του Πατέρα... Ήταν τρεις αυτοί που ΜΑΣ έφυγαν τότε και μέσα τρία χρόνια. ΌΛΟΙ από την «επάρατη νόσο», τον καρκίνο! [Έχει κόσμο που ούτε καν τ’ όνομα της αρρώσκειας ΔΕΝ τολμά να πει!]... Ήταν πριν καμιά 10ριά χρόνια και βάλε, κι εκεί που σχεδόν όλα κυλούσαν όμορφα κι ωραία στη ζωή μας [ήμασταν και πολύ νεώτεροι!] ξεκίνησαν, όλως αιφνιδίως να φεύγουν από τη ζωή [δια παντός φυσικά και χωρίς τη θέληση τους] άτομα από την Οικογένεια [με την στενότερη της έννοια]...
Πρώτα έφυγε η μικρή αρφότεγνη, 9(!) χρονών, μετά ο γαμπρός [άντρας αδερφής], 40(!) χρονών και τέλος ο Πατέρας, 73 χρονών! Μέσα σε ενάμισι περίπου μήνα από τη διάγνωση τού καρκίνου, εποσπάστηκε! [Ελαφρύ να ‘ναι το χώμα που τους σκεπάζει!]... Δεν προλαβαίναμε να βγάλουμε τα μαύρα και τα ξαναβάζαμε! Από τους τρεις θανάτους όμως, με πόνεσε πιο πολύ ο τελευταίος, τού ΠΑΤΕΡΑ! Για καιρό ένοιωθα ένα κενό μέσα μου...

Και πάμε στις κουβέντες της Μάνας:
-  Μετά την κηδεία ΤΟΥ είπεν μας [η Μάνα]:«Την πρώτη ημέρα εν φωθκιά, τη δεύτερη εν κάρβουνα τζιαι την τρίτη εν σταχτός», θέλοντας να πει ότι με τον χρόνο ο πόνος απαλύνεται! Κι έτσι είναι!
-  Σε κάποιο μνημόσυνο [δεν θυμάμαι ποιου από τους τρεις] κάποια της είπε, «Έτο, αγάπα τους ο Θεός τζι’ επήρεν τους κοντά του!»… Και η Μάνα [που είναι και ς θρησκευόμενη κατά βάθος]: «Ας αγαπήσει τζιαι κανέναν άλλον!»...

***************************************
Υστερόγραφον [άσχετο και τραγικό]:

Από χτες νοιώθω ένα σφίξιμο στο στομάχι κι έναν κόσμοι στον λαιμό, ενώ μια θλίψη και μελαγχολία με διακατέχει. Αιτία τα όσα τραγικά και θλιβερά συνέβησαν χτες σε οικογένεια στον Στρόβολο. Κι αναφέρομαι στην ιστορία με τον πατέρα που πυροβόλησε [με το G3 που του είχε παραχωρήσει ο Στρατός και είχε ως εφεδρος σπίτι του] και σκότωσε πρώτα την εν διαστάσει σύζυγο του κι ακολούθως την 7χρονη 9χρονη κόρη του και τραυμάτισε κρίσιμα τον 14χρονο γιο του. [Ο τελευταίος μέσα στη τραγικότητα του και όντας και σοβαρά τραυματισμένος, ψέλλιζε και διερωτάτουν, όπως λένε, ποιος θα τον πάρει στο νοσοκομείο αφού έμεινε μόνος του στη ζωή]... Ο δράστης είχε ήδη αυτοκτονισει με το G3. Ούτε Αμερική να είμαστεν πιον! 
Τι να πεις και τι να γράψεις σε τέτοιες περιπτώσεις πέραν από του να κουνήσεις με θλίψη το κεφάλι...

Anef_Oriwn
[τιμώντας την μνήμη ΣΟΥ]
(Πέμπτη) 19/6/2014 [4:00 μ.μ. – όπως τότε]...    

2 σχόλια:

Aceras Anthropophorum είπε...

https://www.youtube.com/watch?v=i2A76dJUk3c&list=RDi2A76dJUk3c#t=46

Anef_Oriwn είπε...

Aceras,
Ευκαριστώ ΣΕ για την παραπομπή! [Είναι το τραγούδι “Ο Βοσκός”, με τον Χρήστο Σίκκη]...

******
Πιο κάτω παραθέτω τους στίχους του συγκεκριμένου τραγουδιού:
“Ο Βοσκός”

«Εγιώ βοσκός γεννήθηκα
στης μάντρας το στιάδιν
τζιαι το κορμίν μου το φτωχόν
τζιει μέσα θα ποθάνει.

Γεια σας πέφτζιοι τζιαι πλατάνοι
τζιαι μερσήνια ζηλευτά.
Σείς εν ξέρετε τον χάρο
μα ούτε τ’ άσπρα γερατειά.

Εγιώ βοσκός γεννήθηκα
νιώθηκα στη μάντρα
Τζιαι μέραν νύχταν εν έσσιει
Το πόιν μου αμάντα

Γεια σας πέφτζιοι τζιαι πλατάνοι
τζιαι μερσήνια ζηλευτά.
Σείς εν ξέρετε τον χάρο
μα ούτε τ’ άσπρα γερατειά»