Πραγματοποιήθηκε χτες Δευτέρα (10 του Νοέμβρη) στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Δήμου Λάρνακας, επετειακή εκδήλωση αφιερωμένη στον μεγάλο Κύπριο ποιητή Τεύκρο Ανθία, με την ευκαιρία των 40 χρόνων από το θάνατο του. Η όλη εκδήλωση (φιλολογικό μνημόσυνο) διοργανώθηκε από την Επαρχιακή Επιτροπή ΑΚΕΛ Αμμοχώστου σε συνεργασία με το Κοινοτικό Συμβούλιο Κοντέας (γενέτειρα του Ανθία) και το Προσφυγικό Σωματείο «Η ΚΟΝΤΕΑ». Ομιλητές ήταν ο ποιητής Γιώργος Μολέσκης και η κοινωνιολόγος (καθηγήτρια Πανεπιστημίου στην Αγγλία) και κόρη του ποιητή, Φλόγα Ανθία που μίλησαν για τη ζωή και το έργο του ποιητή. Χαιρετισμό εκ μέρους των διοργανωτών απηύθυνε ο Επαρχιακός Γραμματέας του ΑΚΕΛ Αμμοχώστου Νίκος Ιωάννου.
(Αντιπροσωπεία αποτελούμενη από μέλη της Επαρχιακής Επιτροπής του ΑΚΕΛ Αμμοχώστου, της Κοινότητας Κοντέας και της οικογένειας του ποιητή, επισκέφτηκαν πριν μερικές μέρες τον τάφο του Ανθία στην κατεχόμενη Κοντέα της Μεσαορίας όπου και κατάθεσαν στεφάνια).
Ο Τεύκρος Ανθίας γεννήθηκε (ως Ανδρέας Παύλου) στην Κοντέα της επαρχίας Αμμοχώστου στις 3 Απριλίου 1903. Μεγάλωσε σε φτωχή (αγροτική) ποιητική οικογένεια. Ποιητής και ο ίδιος, μουσικός, δάσκαλος, δημοσιογράφος, ο Ανθίας έγινε γνωστός στο πανελλήνιο με την ποιητική συλλογή «Τα σφυρίγματα του αλήτη» που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1928.
Προηγουμένως φοίτησε στο Εμπορικό Λύκειο της Λάρνακας το 1916-17, όπου τυπώνει και μεταδίδει ποιήματα σαν το “Ξύπνα λαέ”, τα πιο πολλά δεκαπεντασύλλαβα, περιγράφοντας σκηνές πείνας, δυστυχίας, ορφάνιας κτλ. και έπειτα (1917-22) στο ιεροδιδασκαλείο Λάρνακας, όπου δημοσιεύει ποιήματα σε περιοδικά και εκδίδει την πρώτη ποιητική του συλλογή, τα “Λουλούδια της αγάπης”.
Δουλεύει σαν δάσκαλος στη Χοιροκοιτία (1922-23) και μετά φεύγει για την Ελλάδα για να σπουδάσει φιλολογία. Λόγω οικονομικών δυσκολιών εργάζεται ως δάσκαλος στη Σπάρτη (1924-1926). Στη Σπάρτη εκδίδει τα λογοτεχνικά περιοδικά “Φλόγα” και “Σπίθα”.
Επιστρέφει στην Αθήνα (1926), όπου ζει «αλήτικα» και περιθωριακά. Γυρίζει τις ταβέρνες και παρ’ όλο που είναι «αλήτης» και άστεγος, αναπτύσσει μια ποιητική δημιουργικότητα. Η «αλήτικη» εμπειρία του και η γνωριμία και σχέση του με τους απόκληρους, τους φτωχούς, τους άστεγους και τις πόρνες καταγράφεται στα “Σφυρίγματα του Αλήτη” (1928). Τα ποιήματα του είναι ανατρεπτικά. Η ποίηση του καταδικάζει την πολιτική και οικονομική εκμετάλλευση, την απανθρωπιά και την κοινωνική εξαθλίωση.
Ο Ανθίας γυρίζει στην Κύπρο το 1930 και οργανώνεται στο κίνημα της Αριστεράς, που τότε εκφραζόταν από το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου (ΚΚΚ). Αφοσιώνεται στον αγώνα, χρησιμοποιώντας την πένα του σαν όπλο και αρχίζει να δημοσιογραφεί. Συμμετέχει στα Οχτωβριανά γεγονότα του 1931 και τραυματίζεται από σφαίρα στο χέρι. Συλλαμβάνεται, διώκεται, φυλακίζεται και εκτοπίζεται (στο τουρκοκυπριακό χωριό Αντρολύκου της Πάφου).
Το 1930 εκδίδει το “Άγιε Σατάν, ελέησον με” - καταδίκη μιας εποχής όπου κυριαρχεί το κέρδος, ο πόλεμος, η εκμετάλλευση, η κοινωνική ανισότητα και η υποκρισία.
Το 1931 εκδίδει τη “Δευτέρα Παρουσία” (συγκλονιστικό έργο – θα παραθέσω αποσπάσματα πιο κάτω), που έγινε αφορμή να αφοριστεί από την Εκκλησία. “Ήρωες” του είναι άνθρωποι απόκληροι, εκμεταλλευόμενοι, οργισμένοι, επαναστατημένοι - και μέσω αυτών ο ποιητής (σ’ ένα είδος Λαϊκού Δικαστηρίου) κατηγορεί (και δικάζει) τον Θεό ως προσωποποίηση του κακού, της καταπίεσης και αδικίας. Ένα έργο κοινωνικό και φιλοσοφικό, που παρουσιάζει όλους τους καταπιεσμένους της Γης. Αρνείται να υπογράψει «δήλωση μετανοίας» και χάνει τη δουλειά του.
Το 1931 γράφει και εκδίδει το “Πουργατόριο” (*απ’ όπου και ο στίχος στον τίτλο του παρόντος κειμένου) που αποτελεί ένα είδος απάντησης στον αφορισμό του. Το 1934 εκδίδει το “Διψασμένοι στην Άβυσσο”, ενώ στο “Χάος” (1936) ασχολείται με τις ανισότητες και τη νοοτροπία της σύγχρονης κοινωνίας.
Το 1941(έτος ίδρυσης του ΑΚΕΛ) εκλέγεται στην ΚΕ του Κόμματος. Ο Ανθίας ολοκληρώνει την πολιτική του αναζήτηση. Το 1945 εκδίδει τα περιοδικά “Φλόγα” και “Σπίθα” και δουλεύει στο “Δημοκράτη”, την εφημερίδα του κόμματος.
Από το 1945 η ποίηση του Ανθία καταγράφει σύγχρονα γεγονότα, ειδικά την αντίσταση της Ελλάδας και Κύπρου, την ελπίδα για κοινωνική αλλαγή, την πάλη εναντίον της ξένης κυριαρχίας, για δικαίωση και ελευθερία. Στην “Κυπριακή Ραψωδία” (1946) λέει: “Μια πέτρα μέσ' στο πέλαγο είν' η γη μου” και “Ξένε, πατάς την πέτρα που δε σάλεψαν, τι φωνές θύελλες και τρικυμίες”.
Το 1955 γυρίζει στην Κύπρο (από τη Αγγλία όπου είχε μεταναστεύσει με την οικογένεια του το 1948) και εργάζεται ως συντάκτης στο “Νέο Δημοκράτη”. Συλλαμβάνεται στις 14 Δεκεμβρίου 1955 μαζί με άλλα 134 στελέχη του ΑΚΕΛ και φυλακίζεται στα κρατητήρια της Δεκέλειας. Τότε γράφει το “Ημερολόγιο του CDP”. Απελευθερώνεται από τα κρατητήρια λόγω καρδιακού προβλήματος.
Το 1961 γράφει το “Ορατόριο” που αφιερώνεται στον αγώνα της Κύπρου για απελευθέρωση και στους ήρωες του τόπου. (Σ’ αυτή τη συλλογή ποιημάτων υπάρχει κι ένα αφιερωμένο στον Μάρτυρα Αριστερό εργάτη Σάββα Μενοικο και μιλά για τη απάνθρωπη δολοφονία του και το μαρτυρικό του θάνατο – λιθοβολήθηκε μέχρι θανάτου με την κατηγορία του προδότη αφού τον δέσανε στον κορμό ενός ευκαλύπτου στην αυλή της εκκλησιάς). Το ποίημα εκείνο μπορείτε να το βρείτε σε παλαιότερη ανάρτηση μου, αφιερωμένη στους αδίκως δολοφονηθέντες από τους μασκοφόρους του Γρίβα, Αριστερούς.
Link: http://aneforiwn.blogspot.com/2008/05/3-195559-1958.html
Η “Κυπριακή Τραγωδία” που έγραψε το 1965 είναι εμπνευσμένη από την Τηλλυρία και το διαχωρισμό Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων. Το 1966 εκδίδει την “Λαμπρακιάδα” για το Γρηγόρη Λαμπράκη, στενό φίλο του, η δολοφονία του οποίου πλήγωσε αφάνταστα τον Ανθία.
Στις 8 Νοεμβρίου 1968 ο Τεύκρος Ανθίας πεθαίνει σε ηλικία 65 χρόνων (από καρδιακή προσβολή) αφήνοντας στον κυπριακό πολιτισμό ένα πλούσιο και καθοριστικό λογοτεχνικό έργο. Κηδεύεται στο χωριό του Κοντέα, όπως επιθυμούσε.
Ο Ανθίας έχει αναγνωριστεί όχι μόνο ως ο ποιητής της Αριστεράς, αλλά της πονεμένης Κύπρου. Πολιτικοποιήθηκε και χρησιμοποίησε την ποίηση του σαν καταδίκη των πολιτικών και οικονομικών συνθηκών που εξανθρωπίζουν και αλλοτριώνουν την ανθρώπινη ζωή. Τα κύρια θέματα ήταν η ζωή, η αγάπη, η αντίσταση - ήρωες του, οι φτωχοί και καταπιεσμένοι.Παρακάτω παραθέτω αποσπάσματα από την ποιητική του σύνθεση “Δευτέρα Παρουσία”, διαχρονικά επίκαιρο ποίημα και αποκαλυπτικότατο για το σημαντικότατο ρόλο που παίζουν η θρησκεία και η εκκλησία στην υπηρεσία των συμφερόντων της καθεστηκυίας τάξης:
“Τα καρφωμένα εκεί στον τοίχον εικονίσματα,
σάμπως αχρηστευμένα νομοσχέδια
εκλιπαρούν της Ιστορίας την προσοχή.
Κ’ οι πρώην θαυματουργοί
τρισάγιοι, τρισμακάριστοι και τρισευλογημένοι,
πού κάνανε μπακάλικο τη γη,
έτσι αμυδρά ως φωτίζονται απ’ τα γύρω τους κεριά,
μοιάζουν, αλήθεια, ναυαγούς πού, για να βγούνε στη στεριά, μάταια αποζητούνε την προστασία μιας σανίδας.
....................................................................
Κι όμως εγώ με μια γκριμάτσα και μ’ ένα βλέμμα σκοτεινό,
σα μια ερωμένη πεισματάρα το μήνυμα περιφρονώ.
Δεν έχει ο νους αναπαμό, δεν έχει η αίστηση γαλήνη,
δεν έχει ο πόνος δαμαστή, δεν έχει αντίδοτον η οδύνη,
σαν πλημμύρισαν μέσα μας τα ερωτηματικά,
πού σαν καρφιά πυρούμενα μας καίγουνε τα σωθικά.
Μύριες φορές έχω σκεφτεί γροικώντας τους ανθρώπους
ν’ αποζητούν μια άλλη ζωήν αιώνια κ αιθέρια:
Μήπως χαρήκανε τη γης, πού ολημερίς κι’ ολονυχτίς
τη βρέχουνε με τον ίδρωτα και τ’ άγια τους τα χέρια
κάνουνε ρόζους και ματώνουν για να κερδίσουν το ψωμί;
Κ’ έμεινε τάχα να χαρούν άλλη ζωή, άγνωστη ζωή;
Άφθονα αυτοί εμπορεύματα με ξεπεσμένη την τιμή,
Πουλιούνται κι’ αγοράζουνται στης κοινωνίας το παζάρι ...
Στο σβέρκο τους χορεύουνε
κάθε στιγμήν οι Μουσολίνηδες κ’ οι Τσάροι,
οργιάζουνε οι πατρίδες, οι σταυροί, τα μαύρα ράσα, καρφώνοντας με ψαλμωδίες τη φτωχική τους νεκροκάσα.
Αυτό το πράσινο χαλί του κάμπου το ανεχτίμητο,
πού πλέξανε τα δάχτυλα τού εργάτη,
τσαλαπατά η αριστοκράτισσα κοκότα,
καμωματού, τσακπίνα, ντελικάτη,
καπνίζοντας τα φύλλα τής καρδιάς μας,
σένα ντιβάνι ξαπλωμένη, μεθυσμένη,
παραδομένη στην ηδονή.
Τα μηχανήματα πού φτιαχτήκανε απ’ το ματωμένο μας σφυρί, μέγαρα και σχολεία και κανάλια,
—τής εργατιάς οι κόποι οι οδυνηροί
ολοκαυτώματα προσφέρονται στο πούρο,
στην πολυθρόνα, στο τσιμπούκι, στο λουκούλιο το τραπέζι,
Κι’ όμως ... μια αιώνια ζωή», κάποιος Θεός,
μεγάλος εργοδότης, πονηρός,
κοιμίζουν με μορφίνη τα κορμιά μας,
στα δάχτυλά τους παίζουν τα μυαλά μας,
σαν τράπουλες πού πάντοτε κερδίζουν.K’ οι σάλπιγγες στριγγά χτυπάνε.. .
Μορφές βγαλμένες απ’ τα τάρταρα,
πρόσωπα νευρικά σα σκεδιασμένα απ’ το πινέλο
κάποιου ζωγράφου εξπρεσιονίστα,
φωνές ρωμάντσων κάποιου Γκόρκι, ενού Μπαρμπύς, — οι σκλάβοι, τα ρημάδια όλης της γης—
αμέτρητα φουσάτα καταφθάνουν
στη σάλα αυτή τη φωτισμένη από κεριά ...
....................................................................
Τα βήματα τους αγροικούνται
βαριά, σαν τα σφυριά στ’ αμόνι.
K’ έτσι ως σιμώνει ο συρφετός
σα λέοντας τεράστιος, νηστικός,
ο βρυχηθμός του κάνει το κορμί μου
να εκμηδενίζεται και νιώθω την αναπνοή μου
να σταματάει σιγά-σιγά σαν το εκκρεμές
τού ρολογιού που δεν κουρδίστηκε.
Τα μάτια τους πετούν φωτιές.
Τα χέρια τους σφιγμένα σε γροθιές.
Τα πόδια τους ανάλαφρα, μόλο πού γίνανε από σίδερο,
μοιάζούν πελώριους οδοστρωτήρες.
Τα στόματα τους ηφαιστείων κρατήρες.
Παράξενοι προσκυνητές, αληθινά
Δε βλέπω να κρατούν κεριά.
Έχουν μονάχα μπόλικα χαρτιά «υπό μάλης>
— ίσως ιερά.
(Καμμιά σύνοψις, Καινή και Παλαιά Διαθήκη,
ή τον Χριστού ή επιστολή.
Όπλα για να σωθούν οι αμαρτωλοί).
Κι ορμούν για μία στιγμή στην εκκλησιά.
Tι φρίκη! Τι κακό! Τι χλαλοή!
Το βράδυ αυτό θα ‘ναι, ασφαλώς, βεβαία η κοσμοχαλασιά ...
....................................................................
Χτυπάν τούς τοίχους οι γροθιές
και μονομιάς οι τοίχοι
δέχονται αδιαμαρτύρητα
την τραγική τους τύχη.
Τα πάντα εκεί γκρεμνίζουνται και σβύνουν τα κεριά
με το τρελό το φύσηγμα του αδέσποτου βοριά
Κ’ εγώ, που το πηχτό σκοτάδι με αφανίζει
νιώθω πώς η Δευτέρα Παρουσία αρχίζει...
...................................................................
[Όλα τα πιο πάνω θυμίζουν ή παραπέμπουν για όσους έχουν διαβάσει ή έστω ρίξει μια ματιά, στην Αποκάλυψη του Ιωάννη. Στη συνέχεια ο Ανθίας περιγράφει – με την έλευση της Δευτέρας Παρουσίας - τη Δική του Θεού (και όχι των ανθρώπων από το Θεό), που είναι εξ ίσου συγκλονιστική όπως και το υπόλοιπο ποίημα. Παραθέτω – λόγου χώρου και για να μην σας κουράσω πιο πολύ - μόνο ένα μικρό απόσπασμα. Ολόκληρο το ποίημα αποτελείται από κάπου 35 σελίδες].
...............................................................
Κύριε Θεέ! Σε εζήτησα και δε σε βρήκα πουθενά.
Μ’ όλα τα Μαθηματικά πού ξαίρω, (αφού στοχάσου
στη θεωρία τού Αϊνστάιν επήρα δέκα στα γραφτά και στα προφορικά),
μ’ όλη την Πειραματική, Χημεία κι’ Αστρονομία
μ’ όλα τα τηλεσκόπια, μ’ όλα τα μικροσκόπια,
δε μπόρεσα να συναντήσω μήδ’ ένα τόσο δα πρωτόπλασμά σου.
(Λένε πώς είναι ασέβεια να σε φαντάζεται κανείς
τόσο μικρό και ταπεινό που να μπορείς να κοιταχτείς
από τα μάτια των θνητών.
Μα τι τα θέλεις. Όλοι εμείς
ξαίρουμε πώς: το καθετί, για να υπάρχει και να ζει,
ανάγκη πάσα κάποιους νόμους, νόμους γερούς ν’ ακολουθεί).
Κι' αν τώρα αυτός ο συρφετός σα ζωντανό σε κρίνει,
μην πεις πώς τάχα μία στιγμή την ύπαρξή σου διανοείται.
Πίσω απ’ την τραγελαφική, φανταστική μορφή σου,
ξαίρει πώς: κάποιος έμπορας σατανικά κινείται,
κρατάει την πλάστιγγα στο χέρι
κ' όλο πουλάει τον ίδρωτά του.
Γι' αυτό, μιλώντας προς εσέ, μιλάει στον έμπορά του, καταδικάζοντας εσέ, καταδικάζει εκείνον.
Κύριε Θεέ! Μικρόβιο του Κώχ μες τα μυαλά
των αδελφών μας πού έζησαν σε μολυσμένη ατμόσφαιρα,
των τάφων αγαπητικέ, της πτωμαΐνης αδερφέ,
σφουγγάρι πού ρουφάς διαρκώς το ανθρώπινο το γαίμα, ασφυξιογόνο αέριο πού τη συνείδηση προσβάλλεις,
πες, αν μπορείς, πώς όλ' αυτά πού θα σου πω είναι ψέμα;
Απ’ τη στιγμή πού το μυαλό τ’ ανθρώπινο εκινήθη,
στο ένστιχτο του υπάκουο, τη γης να κυβερνήσει,
για να κερδίσει τη ζωή, αντιμέτωπος στη φύση,
κ’ έσμιξαν χέρια πού ματώσανε και δούλεψαν όλα μαζί,
δεν πρόβαλε ο καταχτητής, πιο δυνατός ν’ αντισταθεί
στην ευτυχία τους την κοινή, τον κόπο τους να μοιραστεί;
Κι’ αυτός δεν είναι αργότερα κείνος πού σου ‘δωσε ζωή
και σ’ έστησε σα φόβητρο του σκλάβου, σαν αφιόνι
πού κοίμιζε τα φρένα του από το βράδι ως το πρωί
κι’ απ’ το πρωί ως το βράδι;
Είπαν πώς είσαι δυνατός. Σωστό. Δεν ήταν δυνατό
ένας δυνατός να φανταστεί φόβητρο δίχως δύναμη.
«Κατ' εικόνα και ομοίωσιν» τού πονηρού καταχτητή,
καθώς το βλέπεις και το βλέπουμε,
από την αρχήν έχεις φτιαχτεί.
Κάθε φορά πού εκίναγε απ’ τη γη του αρματωμένος,
σέρνοντας πλήθη στο χασάπικο - τον πόλεμο,
για το καλό του,
για πες μου: δεν ήσουν εσύ το εξωτικό το λάβαρό του,
δεν ήσουν το σπαθί του, η δύναμή του;
Κι’ όταν ξυπνούσε μια στιγμή στων δούλων του τα φρένα σκληρό το ερωτηματικό για την κατάπτωσή τους,
και πάλι δεν επρόβαλλε, μ’ άλλη μορφήν, εσένα,
για ν’ απαντήσεις αφελώς στην αγανάχτηση τους;
Ω! δε Θυμάμαι ούτε στιγμή, κύριε Θεέ, να ξεκολλήσεις
απ’ τη γροθιά τον δυνατού. Μπορείς ν’ αντιμιλήσεις
αν σε αδικώ. Δεν είμ’ εγώ μήτε Θεός, μήτε κι αφέντης,
πού κρίνει αναπολόγητα.
...................................................................
«Κύριε Θεέ! ορκιζόμαστε στο χώμα πού πατούμε,
σ’ αυτά τα χέρια που μας τρέφουνε,
σ’ αυτά τα φρένα που μας κυβερνούνε,
πώς δε θα μείνει ούτ’ ένα τίποτα
θέση για σένα μες την ψυχή μας.
Δεν είναι γη να σε δεχτεί μήτε ουρανός.
το καθετί πού ζει και πού πεθαίνει
εμείς τ’ ορίζουμε οι αδικημένοι.
Αυτή είν’ η καταδίκη σου:
Να σβύσεις απ’ τα βάθη τής ανθρώπινης ψυχής,
να πάς στο Τίποτα, όπως πριν,
για να χαρούμε εμείς τη γης»”.
(Τζιαι ήταν να με τον αφορίσει η Εκκλησία μετά που τούτα ούλλα που τους έψαλλε!!!).
Anef_Oriwn
Τρίτη 11/11/2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
9 σχόλια:
ωραία ανάρτηση άνευ
αμάναμου μάνα μου άνευ, έφκαλες με που ενα σκοταδιν. Δεν τον ήξερα τον άθρωπον τζιαι τα έργα του -διάσπορος είμαι- τζιαι στο σχολείον το μαυρογέρημον τούτα δέν μας τα εδιδάξαν οι κκεραττάες, ευχαριστώ σου. Πρέπει να έβρω βιβλίον του. Άτε τωρα που έφκην ο Οπαμα πέρκι φέρουν τα βιβλία του Ανθια. (τούτον εν αστειον) Να σαι καλά.
ωραια αναρτηση Ανευ
Υπέροχος ο Ανθίας...
Άνευ, γιατί έχουμε τόσους πολλούς Ποιητές και Ποιητάρηδες από τις περιοχές της Αμμοχώστου;
Άνευ,
σε συγχαίρω για την ανάρτηση. Και πολύ καλά έκανες και παρουσίασες και τα ποιήματα.
Να που εκτός από τον Μόντη, τον Πασιαρδή, τον Λιπέρτη και δυο τρεις άλλους (που δεν τους υποτιμώ), υπάρχουν και άλλοι...
Υπάρχει βεβαίως και ο Λιασίδης.
Ενδιαφέρον το ερώτημα της Λεμέσιας. Ψάξε το λίγο και πες μας διότι αυτό που λέει είναι - νομίζω - γεγονός.
Αλί σε κείνους που μια μάσκα δεν φορούνε/
και πολεμούνε στ'ανοιχτά δίχως προσχήματα.
Τον εαυτό τους ν'αποκρύψουν δεν μπορούνε/
κι είναι για πάντα τα κορόϊδα ή τα θύματα./
Αυτοί κι όταν κοιμούνται υπονομεύονται,/
απ'των ονείρων την ψευτιά
και κοροϊδευονται"
Τεύκρος Ανθίας
"Η πόλη κοιμάται"
Σ'ΈΝΑ ΛΕΩΦΟΡΕΊΟ
Γυναίκα που σάντάμωσα σε κάποιο λεωφορείο,
κι ακούμπησαν τα στήθια σου στα μπράτσα μου τ'αλήτικα,
με το κορμί σου το κρουστόμ'έκανες και θυμήθηκα
πως σφάλησα τον Έρωτα σ'αστείο νεκροταφείο
Μην πέρασαν τα νιάτα μου?Μηνσβήστηκαν οι ορμές μου?
...........Ανθίας Τεύκρος
Σας ευχαριστώ όλους για τα σχόλια σας και για τα καλά σας λόγια. Ιδιαίτερη μνεία θέλω να κάνω στις ποιητικές (από τον Ανθία) παρεμβάσεις των δύο κοπελιών, της Dokisisofis (καλωσόρισες – που χάθηκες;) και της Stala(g)matias!
******
@ Stala(g)matia,
Τα ερωτικά σκιρτήματα που προκαλούνται ή/και δημιουργούνται στην καθημερινή ζωή από τυχαία αγγίγματα (αλλά κι από αναπάντεχες θεάσεις απ’ τα κάλλη του γυναικείου σώματος) μάλλον θα αποτελέσουν θέμα μελλοντικής μου ανάρτησης ...
******
@ Λεμέσια & Μιχάλη,
Αυτά που λετε (για την παρουσία πολλών Αμμοχωστιανών ποιητών και προ πάντων ποιητάρηδων) πράγματι είναι αλήθεια. Προσωπικά δεν το έψαξα ούτε και το ανάλυσα μέχρι τώρα αλλά σίγουρα κάποιοι λόγοι (ιστορικοί και κοινωνικοί) θα υπάρχουν για η ύπαρξη αυτού του φαινομένου). Στην περιοχή μάλιστα των Κοκκινοχωρίων (Δερύνεια, Παραλίμνι, Λιοπέτρι, Αυγόρου, Φρέναρος, Ξυλοφάγου, Ορμήδεια, Ξυλοτύμπου) υπήρξαν (και υπάρχουν ακόμα πολλοί λαϊκοί ποιητές). Ο μελετητής Κωνσταντίνος Γιαγκουλλής έχει ασχοληθεί εξειδικευμένα με το θέμα και έχει εκδώσει και μια σειρά βιβλίων κάτω από τον τίτλο “Βιβλιοθήκη Κοκκινοχωριτών Λαϊκών Ποιητών”.
Anef_Oriwn
Παρασκευή 14/11/2008 – 3:32 μ.μ.
Den iparxei eksigisi, apla etsi...etsiattise!
Δημοσίευση σχολίου